ἔφιππον

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek (Liddell-Scott)

ἔφιππον: τό, ὄχημα ὑφ’ ἑνὸς ἵππου συρόμενον, Δίων Κ. 63. 13, πολυδ. Ι΄, 54, κτλ.