ἰσοθάνατος

English (LSJ)

[θᾰ], ον, like death, S.Fr.359; ἀρρωστία PHaw.65.19; κίνδυνος Vett.Val.293.4; censured by Poll.6.174.

German (Pape)

[Seite 1264] Soph. frg. 329, von Poll. 6, 174 ohne Erkl. angeführt.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοθάνατος: подобный смерти Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοθάνατος: -ον, ἴσος πρὸς θάνατον, «τὸ δὲ ἰσοθάνατον Σοφοκλέους εἰπόντος ἐν Κρεούσῃ οὐ πάνυ ἀνεκτόν» Πολυδ. Ζ΄, 174 (Σοφ. Ἀποσπ. 329).

Greek Monolingual

ἰσοθάνατος, -ον (Α)
ίσος με τον θάνατο, όμοιος με θάνατο (α. ἰσοθάνατος κίνδυνος» β. «ἰσοθάνατος ἀρρωστὶα»).