ἰσχνοσύνθετος

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοσύνθετος: -ον, ἰσχνῶς ἢ χαλαρῶς συντεθειμένος, Γεωργ. Πισίδ. π. Ματαιότ. 150.