ἰσόποσος

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόποσος: -ον, ἴσος κατὰ τὸ ποσόν, Ὀρνεοσόφ. ἐν Αἰλιανοῦ τ. 2, ἔκδ. Herch. σ. 580. 23.