ὑμνοθετήρ

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοθετήρ: ῆρος, ὁ, = ὑμνοθέτης, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 177, 25.