ῥόφισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ῥόφημα, Cyran.9.

Greek Monolingual

το, Α
το ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοφῶ + κατάλ. -ισμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ῥοφίζω].