ὁμοιομέρεια: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὁμοιομέρεια]]) [[ομοιομερής]]<br /><b>1.</b> το να αποτελείται [[κάτι]] από όμοια μέρη με [[κάτι]] [[άλλο]] ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὁμοιομέρειαι</i><br />(ως φιλοσοφ. όρος του Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία [[είναι]] όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] με όλα τα συστατικά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη. | |mltxt=η (Α [[ὁμοιομέρεια]]) [[ομοιομερής]]<br /><b>1.</b> το να αποτελείται [[κάτι]] από όμοια μέρη με [[κάτι]] [[άλλο]] ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὁμοιομέρειαι</i><br />(ως φιλοσοφ. όρος του Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία [[είναι]] όμοια [[μεταξύ]] τους και όμοια [[επίσης]] με όλα τα συστατικά τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοιομέρεια:''' ἡ одинаковость частей, (качественная) однородность: αἱ ὁμοιομέρειαι [[Anaxagoras]] ap. Plut. et Diog. L. гомеомерии, качественно однородные частицы (из которых состоит каждый из качественно обособленных элементов материального мира). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a having like parts, similarity of composition, Epicur.Nat.14.6, al. ; esp. of the doctrine of Anaxagoras (ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι), nunc et Anaxagorae scrutemur homoeomerian Lucr.1.830 ; rerum h. ib.834 : pl., in concrete sense, of the ἀρχαί in this theory, Placit.1.3.5, Plu.Per.4, Diog.Oen.5, D.L.2.8, Simp.in Ph.460.4 : sg. in this signf., ἑκάστη ὁ. ib.9.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, die Beschaffenheit eines aus ähnlichen od. gleichen Theilen zusammengesetzten Körpers. Bei Anaxagoras die aus ähnlichen Theilen bestehenden Urstoffe, Elemente, Arist.; S. Emp. pyrrh. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ressemblance des parties d’un tout ; αἱ ὁμοιομέρειαι éléments formés de parties semblables.
Étymologie: ὅμοιος, μέρος.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοιομέρεια) ομοιομερής
1. το να αποτελείται κάτι από όμοια μέρη με κάτι άλλο ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια μεταξύ τους
2. στον πληθ. αἱ ὁμοιομέρειαι
(ως φιλοσοφ. όρος του Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με όλα τα συστατικά τους
αρχ.
στον πληθ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιομέρεια: ἡ одинаковость частей, (качественная) однородность: αἱ ὁμοιομέρειαι Anaxagoras ap. Plut. et Diog. L. гомеомерии, качественно однородные частицы (из которых состоит каждый из качественно обособленных элементов материального мира).