ὁμοιομέρεια
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ἡ, a having like parts, similarity of composition, Epicur.Nat.14.6, al.; especially of the doctrine of Anaxagoras (ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι), nunc et Anaxagorae scrutemur homoeomerian Lucr.1.830; rerum h. ib.834: pl., in concrete sense, of the ἀρχαί in this theory, Placit.1.3.5, Plu.Per.4, Diog.Oen.5, D.L.2.8, Simp.in Ph.460.4: sg. in this signf., ἑκάστη ὁ. ib.9.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, die Beschaffenheit eines aus ähnlichen od. gleichen Teilen zusammengesetzten Körpers. Bei Anaxagoras die aus ähnlichen Teilen bestehenden Urstoffe, Elemente, Arist.; S. Emp. pyrrh. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ressemblance des parties d'un tout ; αἱ ὁμοιομέρειαι éléments formés de parties semblables.
Étymologie: ὅμοιος, μέρος.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοιομέρεια) ομοιομερής
1. το να αποτελείται κάτι από όμοια μέρη με κάτι άλλο ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια μεταξύ τους
2. στον πληθ. αἱ ὁμοιομέρειαι
(ως φιλοσοφ. όρος του Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με όλα τα συστατικά τους
αρχ.
στον πληθ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιομέρεια: ἡ одинаковость частей, (качественная) однородность: αἱ ὁμοιομέρειαι Anaxagoras ap. Plut. et Diog. L. гомеомерии, качественно однородные частицы (из которых состоит каждый из качественно обособленных элементов материального мира).