ὁμοιομέρεια

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιομέρεια Medium diacritics: ὁμοιομέρεια Low diacritics: ομοιομέρεια Capitals: ΟΜΟΙΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: homoioméreia Transliteration B: homoiomereia Transliteration C: omoiomereia Beta Code: o(moiome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A a having like parts, similarity of composition, Epicur.Nat.14.6, al. ; esp. of the doctrine of Anaxagoras (ἐν παντὶ παντὸς μοῖρα ἔνεστι), nunc et Anaxagorae scrutemur homoeomerian Lucr.1.830 ; rerum h. ib.834 : pl., in concrete sense, of the ἀρχαί in this theory, Placit.1.3.5, Plu.Per.4, Diog.Oen.5, D.L.2.8, Simp.in Ph.460.4 : sg. in this signf., ἑκάστη ὁ. ib.9.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, die Beschaffenheit eines aus ähnlichen od. gleichen Theilen zusammengesetzten Körpers. Bei Anaxagoras die aus ähnlichen Theilen bestehenden Urstoffe, Elemente, Arist.; S. Emp. pyrrh. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ressemblance des parties d’un tout ; αἱ ὁμοιομέρειαι éléments formés de parties semblables.
Étymologie: ὅμοιος, μέρος.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοιομέρεια) ομοιομερής
1. το να αποτελείται κάτι από όμοια μέρη με κάτι άλλο ή το να έχει όλα τα μέρη του όμοια μεταξύ τους
2. στον πληθ. αἱ ὁμοιομέρειαι
(ως φιλοσοφ. όρος του Αναξαγόρα) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με όλα τα συστατικά τους
αρχ.
στον πληθ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια μέρη.