αὐλῳδικός
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
αὐλῳδική, αὐλῳδικόν, belonging to αὐλῳδία, νόμοι ib.1132c, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
tocado a la flauta νόμοι Plu.2.1132c, d, f, 1133a, 1134d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλῳδός.
German (Pape)
ή, όν, den Gesang zur Flöte betreffend, Plut. de mus. 4, oft.
Russian (Dvoretsky)
αὐλῳδικός: Plut. = αὐλητικός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῳδικός: -ή, -όν, ὁ τῆς αὐλῳδίας, ὁ ἀνήκων εἰς αὐλωδίαν, Πλούτ. 2. 1132C, κτλ.
Greek Monolingual
αὐλῳδικός, -ή, -όν (Α) αυλῳδία
αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία.