εὐρυφυής

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠφῠής Medium diacritics: εὐρυφυής Low diacritics: ευρυφυής Capitals: ΕΥΡΥΦΥΗΣ
Transliteration A: euryphyḗs Transliteration B: euryphyēs Transliteration C: evryfyis Beta Code: eu)rufuh/s

English (LSJ)

εὐρυφυές, broadgrowing, broad-eared, in reference to the manner in which the grains of barley (κρῖ) are set on the stalk, Od.4.604.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, breit wachsend, die Gerste, Od. 4, 604.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît et se développe.
Étymologie: εὐρύς, φύω.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠφῠής: широко растущий, разросшийся (κρῖ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῠφυής: -ές, περὶ τῆς κριθῆς, ἡ ἐπὶ πλάτος καὶ ἐπὶ πολὺ φυομένη, ἀναφορικῶς πρὸς τὸν στάχυν αὐτῆς, πυροί τε ζειαί τ᾿ ἠδ᾿ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Ὀδ. Δ. 604, ἔνθα ὁ Εὐστ. συμειοῦται: «εὐρυφυὲς λέγει τὸ κρῖ παρατετηρημένως, ὡς τοιοῦτον ὂν κατὰ τὴν ἔκφυσιν».

English (Autenrieth)

ές (φύω): wide-growing, i. e. with its rows of kernels far apart, epithet of barley, Od. 4.604†.

Greek Monolingual

εὐρυφυής, -ές (Α)
(για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, μεγαλοφυής].

Greek Monotonic

εὐρῠφυής: -ές (φύομαι), αυτός που μεγαλώνει κατά πλάτος, λέγεται για τον τρόπο με τον οποίο τα στάχυα του κριθαριού είναι τοποθετημένα επάνω στο κοτσάνι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐρῠ-φυής, ές [φύομαι]
broad-growing, of the manner in which the grains of barley are set on the stalk, Od.