μυττωτεύω

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτεύω Medium diacritics: μυττωτεύω Low diacritics: μυττωτεύω Capitals: ΜΥΤΤΩΤΕΥΩ
Transliteration A: myttōteúō Transliteration B: myttōteuō Transliteration C: myttoteyo Beta Code: muttwteu/w

English (LSJ)

hash up, make mincemeat of, τινα Ar.V.63.

German (Pape)

[Seite 223] zu Mus und Brei quetschen, τὸν ἄνδρα, Ar. Vesp. 63, der Schol. erkl. συγκόπτω.

French (Bailly abrégé)

hacher menu, réduire en bouillie.
Étymologie: μυττωτός.

Russian (Dvoretsky)

μυττωτεύω: досл. изрубить на мелкие части, перен. превратить в кашу (τινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μυττωτεύω: κατακόπτω εἰς λεπτότατα τεμάχια, «λειανίζω», αὖθις τὸν αὐτὸν ἄνδρα μυττωτεύσομεν, «συγκόψομεν ἢ συντρίψομεν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 63.

Greek Monolingual

μυττωτεύω (Α) μυττωτός
κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω.

Greek Monotonic

μυττωτεύω: κόβω σε πολύ μικρά κμμάτια, λιανίζω, τινά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυττωτεύω,
to hash up, make mince-meat of, τινά Ar.