νουβυστικός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
νουβυστική, νουβυστικόν, (νοῦς, βύω) chock-full of sense, shrewd, πρᾶγμα ν. a clever thing, Ar.Ec.441. Adv. νουβυστικῶς Id.V.1294, Cratin.Jun.7.5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein d'esprit.
Étymologie: νόος, βύω.
German (Pape)
ή, όν, mit Verstand vollgepfropft, klug, γυναῖκα δ' εἶναι πρᾶγμ' ἔφη νουβυστικὸν καὶ χρηματοποιόν, Ar. Eccl. 441; adv., Vesp. 1294, Schol. νοῦ πεπληρωμένως, συνετῶς; auch Cratin. com. bei DL. 8.37.
Russian (Dvoretsky)
νουβυστικός: βύω полный ума, умный: πρᾶγμα νουβυστικόν Arph. хитрая штучка.
Greek (Liddell-Scott)
νουβυστικός: -ή, -όν, (νοῦς, βύω, ἴδε πυκνὸς) πεπληρωμένος νοῦ, συνετός, ἔξυπνος, εὐφυής, γυναῖκα δ’ εἶναι πρᾶγμ’ ἔφη νουβυστικὸν και χρηματοποιὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 441. - Ἐπίρρ. - κῶς, Ἀριστοφ. Σφ. 1294, Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1.
Greek Monolingual
νουβυστικός, -ή, -όν (Α)
συνετός, μυαλωμένος.
επίρρ...
νουβυστικῶς (Α)
συνετά, μυαλωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦς + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].
Greek Monotonic
νουβυστικός: -ή, -όν (νοῦς, βύω), αυτός του οποίου το μυαλό είναι γεμάτο, έξυπνος, συνετός, ευφυής· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
νου-βυστικός, ή, όν νοῦς, βύω]
choke-full of sense, clever: adv. -κῶς, Ar.