πτάμενος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ἵπταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτάμενος -η -ον ptc. aor. van πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
πτάμενος: part. aor. 2 к ἵπταμαι (med. к ἵπτημι).
Greek (Liddell-Scott)
πτάμενος: -η, -ον, μετοχ. ἀορ. τοῦ πέταμαι, Ἰλ.
English (Autenrieth)
see πέτομαι.
Greek Monotonic
πτάμενος: -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του πέταμαι.