κενός
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
κενή, κενόν, Ion. and poet. κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; Ep. also κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., and
A κενός Od.22.249 (s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 (Comp.), and in Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); Aeol. κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς… οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. κενευϝός Schwyzer683.4.
I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq.280; opp. πλήρης, Id.Nu.1054; opp. μεστός, Diph.12; κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42; νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73; κεναῖς χερσίν Pl.Lg.796b (v. infr. 11.2); τὸ κενόν (sc. τάλαντον) the empty one, Ar.Fr.488.5; κ. οἴκησις S.Ph.31; γῆ Id.OT55; εὐνή Id.Ant.424; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85; κ. τάφος E.Hel.1057; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κενὸς χρόνος = a pause in music, Anon.Bellerm.83; σφυγμὸς κ. Agathin. ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κενόν = the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κενόν = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph.208b26, cf.213a13 sqq., Cael.279a13; κ. χώρα Pl.Ti.58a; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet, κενὸς δρόμος Man.2.452, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.
2 empty, fruitless, void, κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249 (v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers.804; γνώμα Pi.N.4.40, cf. S.Ant.753; ἔξοδοι Id.Aj.287; φροντίδες Id.Fr.949; τέρψις ib.577; φόβοι E.Supp.548, cf.X.An.2.2.21; φρόνημα Pl.R. 494d, etc.; κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150; λοιδορία κ. Id.2.5; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp.470b12; ineffectual, λύγξ Th.2.49; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.; πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN1116b7; κ. δόξαι Epicur. Sent.15; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59; κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16; freq.in adverbial usages, neut.pl., κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν = throw without a projectile, Arist.Pr.881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V.929; μάτην διὰ κενῆς Pl.Com.174.21; οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κενῆς Men.Sam. 260; ἐν κενοῖς S.Aj.971; κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167 D.; εἰς κενόν D.S. 19.9, Hld.10.30; εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746; εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κενοῦ βαίνειν = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv. κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κενῶς Arist.de An.403a2; λογικῶς καὶ κενῶς Id.EE1217b21; μὴ κ. πόνει Men.1101, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.
II of persons and things,
1 c.gen., destitute, bereft, τοῦ νοῦ S.OC931; φρενῶν Id.Ant.754; δακρύων E.Hec.230; συμμάχων κ. δόρυ Id.Or.688; πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a; κενὸς φρονήσεως, κενὸς ἐπιστήμης, Id.Ti.75a, R.486c; κενὸς πόνου = without the fruits of toil, A.Fr.241.
2 abs., empty-handed, αἰσχρόν τοι δηρόν τε μενειν κενεόν τε νέεσθαι Il.2.298, cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131; κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th.353 (lyr.); ἥκεις οὐ κενή S.OC359, cf.Tr.495; οὐθ' ὑπεργέμων… οὔτε κ. Alex.216; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.); κ. ἂν ἴῃ... κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e; κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42; bereft of her mate, λέαινα S.Aj.986; orphan, Ἔρωτες Bion 1.59; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted... A.Pers.484; of places, without garrison, χῶραι Aeschin.3.146, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.
b devoid of wit, vain, pretentious, κεινὸς εἴην Pi.O.3.45; διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant.709; ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra.530, cf.Ep.Jac.2.20.
III Comp. and Sup., κενότερος Stratt.10 D.; κενότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, κενώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN1107a30 (Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62.
German (Pape)
[Seite 1417] Hom. in dieser Form nur einmal, Od. 22, 249, sonst κεινός, Il. 3, 376. 4, 181. 11, 160, wie Pind. Ol. 2, 71. 3, 48; Her. 7, 131; auch Eur. I. T. 418; Nebenform κενεός, Il. 2, 298 Od. 15, 213. 10, 42; auch Pind. N. 4, 50. 8, 98 u. sonst. Nach Greg. Cor. äol. κεννός, – leer; τρυφάλεια Il. 3, 376; σὺν κεινῇσιν νηυσί 4, 181; ὄχεα 11, 160; κενεὸν νέεσθαι, mit leeren Händen, Il. 2, 298; ὁρῶ κενὴν οἴκησιν Soph. Phil. 31; ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κενῆς κρατεῖν γῆς O. R. 55; κεναῖς δ' ἀμφίσταμαι τραπέζαις El. 185; τάφος Eur. Hel. 1063; Gegensatz πλήρης, Ar. Nub. 1054, πλέος, Equ. 280, ἐγκύμων, Plat. Theaet. 148 e, μεστός, Diphil. bei Ath. XI, 499 c u. Sp.; – χρόνος, eine Pause, Music. – Häufig übertr.; τοῦ νοῦ κενός, entblößt davon, ermangelnd, Soph. O. C. 934, vgl. Ant. 750; κενὴ λέαινα Ai. 965, die verlassene; vgl. κενὸν δένδρων πεδίον Plat. Rep. X, 621 a; ὅσα κενά ἐστι φρονήσεως Tim. 75 a; untheilhaftig, ἐπιστήμης Rep. VI, 486 c; κενὰ πάντων, von Allem entblößt, Xen. Hell. 7, 3, 8; Sp. – Aehnl. ἥκεις οὐ κενή, eigtl. du kommst nicht mit leeren Händen, ohne Grund, Soph. O. C. 360; vgl. Tr. 445; – ὑπ' ἄσθματος, erschöpft, Aesch. Pers. 426; κεναῖς χερσὶν ἀθύρειν Plat. Legg. VII, 796 b. – Bes. leer, eitel, nichtig, κενὰ εὔγματα, leere Prahlereien, Od. 22, 249; γνώμα Pind. N. 4, 40; ἐλπίδες 8, 95; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπ εισμένος Aesch. Pers. 790; vgl. Eur. I. A. 987; κεναὶ γνῶμαι Soph. Ant. 749; θυμῷ ματαίῳ μὴ χαρίζεσθαι κενά El. 323; κενοὶ λόγοι Plat. Lach. 196 b; λοιδορία Dem. 2, 5; dem μάταιος entsprechend, ib. 12, wie Plut. adv. Col. 17 κενὰς ἀρετὰς καὶ ματαίας vrbdt; κενὴ πρόφασις καὶ ψευδής Dem. 18, 150; Sp.; – διὰ κενῆς, s. oben διακενῆς. – Comparat. κενότερος, nach den alten Gramm., E. M. 275, 50 u. B. A. 121, 6, an das ion. κεινός erinnernd; doch steht jetzt κενώτερος Plat. Conv. 175 d, κενώτατον λόγον λέγειν Dem. 27, 25, u. jene Form findet sich nur hier u. sonst als v.l.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 vide ; τὸ κενόν le vide;
2 vide de, privé de ; κενὸς πάντων XÉN vide de tout, entièrement vide ; fig. privé de forces, épuisé : σῶμα κενόν PLUT corps décharné ; λέαινα κενή SOPH lionne privée du lion ; κενεὸν νέεσθαι IL revenir les mains vides ; διὰ κενῆς THC, ἐν κενοῖς SOPH à vide;
3 vain, sans fondement, frivole, futile.
Étymologie: cf. skr. çunjas.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενός -ή -όν, ep. Ion. κενεός en κεινός leeg:; κεινῇσι χερσί met lege handen Hdt. 1.73.4; subst. τὸ κενόν lege ruimte; geneesk. τὰ κενεά holte bij het oor. verstoken van, met gen.:; ἄσθματος κενοί buiten adem Aeschl. Pers. 484; κενὸς φρονήσεως zonder verstand Plat. Tim. 75a; κενὸς ἐπιστήμης zonder kennis Plat. Resp. 486c; κενὸν δένδρων πεδίον een vlakte zonder bomen Plat. Resp. 621a; κενὸς ἁπάντων verstoken van alles Xen. Hell. 7.3.8; overdr.: λέαινα κενή een leeuwin zonder partner Soph. Ai. 986; ἐν κενοῖς ὑβριζέτω laat hij maar mensen minachtend behandelen die alles kwijt zijn Soph. Ai. 971. overdr. leeg, ijdel, zinloos:; κενὰ εὔγματα εἰπών met zijn ijdele opschepperij Od. 22.249; κεναῖσι ἐλπίσιν πεπεισμένος vertrouwend op ijdele verwachtingen Aeschl. Pers. 804; διὰ κενῆς doelloos, zonder geldig motief Thuc. 4.126.5; met lege handen:; κενεὸν νέεσθαι met lege handen terugkeren Il. 2.298; adv. κενῶς nutteloos, tevergeefs.
Russian (Dvoretsky)
κενός: эп.-ион. κενεός и κεινός 3 (compar. κενότερος и κενώτερος, superl. κενότατος и κενώτατος)
1 пустой, порожний (τρυφάλεια, τὰ ὄχεα, νῆες Hom.; οἴκησις, εὐνή, τράπεζαι Soph.; τάφος Eur.): κενεὰς χεῖρας ἔχων Hom. или κ. NT с пустыми руками; ξὺν ἀνδράσιν κάλλιον ἢ κεινῆς (sc. γῆς) κρατεῖν Soph. лучше управлять мужами, чем безлюдной страной;
2 пустой, бесплодный, напрасный (εὔγματα Hom.; ἐλπίδες Aesch.; κήρυγμα NT);
3 пустой, неосновательный, бессмысленный (γνώμη Soph.; φόβος Eur.; φρόνημα, λόγοι Plat.; ἄνθρωπος NT): διὰ κενῆς Thuc., ἐν κενοῖς Soph. и εἰς κενόν Diod. бесцельно, попусту, впустую; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων Thuc. пустое потрясание оружием; ἥκεις οὐ κενή Soph. ты пришла не даром;
4 лишенный, не имеющий (τοῦ νοῦ, φρενῶν Soph.; συμμάχων, δακρύων Eur.; τὸ πεδίον κενὸν δένδρων Plat.): κ. ἐπιστήμης Plat. невежественный; ὑπ᾽ ἄσθματος κ. Aesch. еле переводящий дыхание (от усталости); κενὴ λέαινα Soph. покинутая (львом, т. е. одинокая) львица; σῶμα κενόν Plut. изможденное тело; τὰ ιερὰ κενὰ πάντων Xen. совершенно опустошенные храмы;
5 пустой, глупый (ἀνόητος καὶ κ. Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κενός: -ή, -όν, Ἰων. καὶ ποιητ. κεινός, Ἰλ. Γ. 376, Δ. 181, Λ. 160, Ο. 453, Πινδ. Ο. 2. 116, 3, ἐν τέλ., Εὐρ. Ι. Τ. 418 (λυρ.), καὶ Ἡρόδ.· Ἐπικ. ὡσαύτως κενεός, ά, όν, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (πλὴν ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.), καὶ κενός· ἐν Ὀδ. Χ. 249 (κέννος Αἰολ.) (κενεὸς καὶ κεινὸς φαίνεται παριστάνοντα τὸν ἀρχαῖον τύπον κενj-ός, πρβλ. Σανσκρ. criny-as (inanis).) Ι. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, κενός, «ἄδειος», ἀντίθετ. τῷ πλέως ἢ πλήρης, Ὅμ., κλ.· κενεὰς… χεῖρας ἔχοντες Ὀδ. Κ. 42· οὕτω, νοστήσαντας κεινῇσι χερσὶ Ἡρόδ. 1. 73· κεναῖς χερσὶν Πλάτ. Νόμ. 796Β, (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· κοιλίη κεινή, = κενεών, Ἡρόδ. 2. 40· τὸ κενὸν (δηλ. τάλαντον), τὸ κενόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445. 5· κ. οἴκησις ἀνθρώπων δίχα Σοφ. Φιλ. 31· γῆ Ο. Τ. 55· κεναῖς δ’ ἀμφίσταμαι τραπέζαις Ἠλ. 185· εὐνὴ Ἀντ. 424· χώματα κεινά = κενοτάφια, Ἡρόδ. 9. 85· οὕτω, κενὸς τάφος Εὐρ. Ἑλ. 1057· ἀντίθετ. τῷ πλήρης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1054, τῷ πλέως, Ἱππ. 180, τῷ ἐγκύμων, Πλάτ. Θεαίτ. 148, τῷ μεστός, Ἀθήν. 499C· κ. χρόνος, παῦλα ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.·- τὸ κενὸν, τὸ ὑπὸ μηδενὸς σώματος κατεχόμενον διάστημα, Λατ. vacuum, inane, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1110F· τὸ κενὸν = τόπος ἐστερημένος σώματος Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· ἤ, ἐν ᾧ μὴ ἐνυπάρχει σῶμα δυνατὸν δ’ ἐστὶ γενέσθαι ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 4. 2, 18· πρβλ. Φυσ. 4. 6-9, κ. ἀλλ.· εἰσαχθὲν εἰς τὴν Λατ. ὑπὸ τοῦ Κικ., Πλουτ. Κικ. 40. 2) κενός, ἄκαρπος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ὡς τὸ μάταιος, κενὰ εὔγματα εἰπὼν Ὀδ. Χ. 249· ἐλπίς, ἐλπίδες Σιμωνίδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 804· ἐλπίδων κενῶν ὄντα μεστὸν Ἰσοκρ. 174Β· γνώμη Πινδ. Ν. 4. 65, Σοφ. Ἀντ. 753· ἔξοδοι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 207· φροντίδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 684· τέρψις αὐτόθι 508· φόβος Εὐρ. Ἱκέτ. 548, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 21· φρόνημα Πλάτ. Πολ. 494D, κτλ.· κενὴ πρόφασις καὶ ψευδὴς Δημ. 277. 17· τὸ φάρμακον εὕρηκας κενὸν πρὸς τὸ κ. Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσιν» 1· ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν, φέρειν κενήν, ματαίαν κατηγορίαν (πρβλ. ἐρήμην δίκην καταγιγνώσκειν) Ἀριστ. π. Ἀναπν. 1, 2· πρβλ. λύγξ·- συχνὸν ἐν ἐπιρρ. φράσεσιν, οὐδ. πληθ. κενεὰ πνεύσας Πινδ. Ο. 10 (11). 111· οὕτω, διὰ κενῆς, ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις, κενόν, ἄσκοπον σείσιμον τῶν ὅπλων, Θουκ. 4. 126· διὰ κενῆς ῥίπτειν, κάμνω τὴν κίνησιν τοῦ ῥίπτοντος χωρὶς νὰ ἔχω τι ἐν τῇ χειρί, προσποιοῦμαι ὅτι…, Ἀριστ. Προβλ. 5. 8· κεκλάγχω διὰ κενῆς ἄλλως, ἀσκόπως, ματαίως, Ἀριστοφ. Σφ. 929· μάτην διὰ κ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 21· ὡσαύτως, ἐν κενοῖς Σοφ. Αἴ. 971· κατὰ κενῆς Πρόκλ. ἐν Πλάτ. Τιμ.· εἰς κενὸν Διόδ. 19. 9, Ἡλιόδ. 10. 30· εἰς κεν. μοχθεῖν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 51· κατὰ κενὸν Σουΐδ. ἐν λέξ. λύκος ἔχανεν· κατὰ κενοῦ Φίλων 1. 153·- ὁμαλ. Ἐπίρρ. κενῶς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 9, Ἠθικ. Ε. 1. 8, 4, Μένανδρ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 105. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, 1) μετὰ γεν., κενός, ἐστερημένος, τοῦ νοῦ Σοφ. Ο. Κ. 931· φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 754· δακρύων Εὐρ. Ἑκ. 230· συμμάχων ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 687· κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, μαθημάτων Πλάτ. ἐν Τιμ. 75Α, κτλ.· ὡσαύτως, κενὸς πόνου, ἄνευ τῶν καρπῶν τοῦ κόπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 239· κενὸν σῶμα σαρκῶν Γαλην.· κενὸς καὶ ἰσχνὸς γίγνομαι Πλουτ. Ἠθ. 831Β· ἀλλά, 2) συχνάκις δέον νὰ ἐξυπακουσθῇ ἡ γεν., ὡς αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι, ἄνευ λείας, μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, Ἰλ. Β. 298, Ὀδ. Ο. 214· ἀπικέατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες… Ἡρόδ. 7. 131· κενὸς κενὸν καλεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 353· ἥκεις οὐ κενή, οὐχὶ ἄνευ λόγου, Σοφ. Ο. Κ. 359, Τρ 495· οὔθ’ ὑπεργέμων... οὔτε κ. Ἄλεξ. ἐν «Συντρ.» 1· κ. ἂν ἴῃ…, κ. ἄπεισιν Πλάτ. Πολ. 370Ε· (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)·- ἐστερημένη τοῦ συντρόφου της, λέαινα Σοφ. Αἴ. 986· ὀρφανός, Βίων 1. 59· ὑπ’ ἄσθματος κενοί, ἐξηντλημένοι…, Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· ἐπὶ πόλεων, ἄνευ φρουρᾶς, Αἰσχίν. 74. 21· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνευ σαρκῶν, Πλούτ. 2. 831Β. β) κενὸς νοῦ, μάταιος, ματαιόφρων, κεινὸς ἂν εἴην Πινδ. Ο. 3. 81· διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοὶ Σοφ. Ἀντ. 709· ἀνόητον καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 530· ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. κενότερος, -ότατος, Ἐτυμολ. Μέγ. 275. 50, Α. Β. 1286· ἀλλὰ τὰ ὁμαλῶς ἐσχηματισμένα κενώτερος, -ώτατος ἀπαντῶσι παρὰ Πλάτ. ἐν Συμπ. 175D, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 821. 11· πρβλ. στενός.
English (Autenrieth)
empty; met., vain, idle, εὔγματα, Od. 22.249.
English (Strong)
apparently a primary word; empty (literally or figuratively): empty, (in) vain.
English (Thayer)
κενή, κενόν (from Homer on down), the Sept. for רֵיקָם, רֵק, רִיק, etc., empty;
1. properly, of places, vessels, etc., which contain nothing (empty, vain; devoid of truth: λόγοι, ἀπάτη, κήρυγμα, πίστις, empty-handed; without a gift: ἀποστέλλειν and ἐξαποστέλλειν τινα κενόν (destitute of spiritual wealth, of one who boasts of his faith as a transcendent possession, yet is without the fruits of faith, Acts, which result in nothing, vain, fruitless, without effect: ἡ χάρις, κόπος; ἡ εἴσοδος, κενά, things that will not succeed, εἰς κενόν, in vain, to no purpose (cf. Winer's Grammar, 592 (551)): Diodorus 19,9; Heliodorus 10,30). (Cf. Trench, Synonyms, § xlix.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κενός, -ή, -όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος)
1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος
2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος
(α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κενό(ν)
(φυσ. και φιλοσ.) η απουσία κάθε υλικής πραγματικότητας
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που εκστομίζει λόγια χωρίς περιεχόμενο και νόημα, φαφλατάς
2. το ουδ. ως ουσ. το κενό
α) άδειος χώρος («ανάμεσα στα τούβλα μένουν μεγάλα κενά»)
β) η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη Γη από τα απώτατα στρώματά της ώς τα κατώτατα, που φθάνουν ώς την επιφάνειά της
γ) μτφ. ατέλεια, έλλειψη («οι μαθητές έχουν πολλά κενά»
δ) χάος
3. φρ. τεχνολ. «τεχνολογία κενού» — όρος που χρησιμοποιείται για όλες τις κατεργασίες και τις φυσικές μετρήσεις που γίνονται σε πίεση μικρότερη από αυτήν της φυσικής ατμόσφαιρας β) μαθ. «κενό σύνολο» — το σύνολο που δεν περιέχει κανένα στοιχείο και το οποίο συμβολίζεται με O
γ) «πέφτω στο κενό»
i) πέφτω από ένα μέρος ψηλότερο ή από ιπτάμενο μέσο στην επιφάνεια της γης
ii) δεν βρίσκω ανταπόκριση, δεν έχω απήχηση, δεν φέρνω αποτέλεσμα
μσν.
1. μτφ. ανεκμετάλλευτος, απραγματοποίητος
2. φρ. α) «εἰς κενόν» — ματαίως
β) «εἰς κενὸν μεταστρέφομαι» — αποτυγχάνω
αρχ.
1. (για τόπο) ο στερημένος από ανθρώπους, αυτός που δεν κατοικείται
2. (για τον νου) μτφ. ελλιπής, ανεπαρκής
3. (για πρόσ.) α) μτφ. αυτός που μένει με άδεια χέρια, ο στερημένος από κάτι
αυτός που στερήθηκε τον σύντροφό του («κενῆς λεαίνης», Σοφ.)
γ) ορφανός
4. (για χώρα ή πόλη) αφρούρητος, αφύλαχτος («χῶραι κεναί», Αισχίν.)
5. στερημένος από νου, μωρός
6. (το ουδ. πληθ., το θηλ. και το ουδ. εμπρόθ. αντί για επίρρ.) κενά ή κενεά ή διὰ κενῆς ή κατὰ κενοῦ ή εἰς κενόν
ματαίως, στον αέρα κ.λπ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα («διὰ κενῆς ῥίπτειν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα ken- «άδειος», οπότε θα συνδεθεί με το αρμεν. sin «άδειος». Ο αρχικός ελλ. τ. θα πρέπει να έληγε σε u (ίσως κενύς). Το ημιφωνικό στοιχείο μαρτυρείται στον επικ. τ. κενε (F)ός (πρβλ. ετε (F)ός), ενώ ο αττ. τ. κενός προέκυψε < kenFoς (πρβλ. στενός < στενFός) ή < κενεFός με συγκοπή.
ΠΑΡ. κενότητα (-της), κενώ (-ώνω)
αρχ.
κενεότης, κενεών
αρχ.-μσν.
κενώς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κεν(ο)-. (Β' συνθετικό) διάκενος
αρχ.
απόκενος, ημίκενος, μεσόκενος, πολύκενος, υπόκενος, φιλόκενος
νεοελλ.
αερόκενος].
Greek Monotonic
κενός: Ιων. και ποιητ. κεινός, -ή, -όν· Επικ. επίσης κενεός, -ά, -όν·
I. 1. λέγεται για πράγματα, κενός, άδειος, αντίθ. προς το πλέω ή πλήρης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., μάταιος, άδειος, κενὰ εὔγματα, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἐλπίς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επιρρ. χρήσεις, ουδ. πληθ., κενεὰ πνεύσας, σε Πίνδ.· διὰ κενῆς, χωρίς σκοπό, μάταια, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. λέγεται για πρόσωπα,
1. με γεν., κενός, στερημένος, ενδεής, τοῦ νοῦ, φρενῶν, σε Σοφ.· συμμάχων, σε Ευρ.
2. αυτός που έχει άδεια χέρια, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στερημένη από το σύντροφό της, λέαινα, σε Σοφ.· ενδεής από πνεύμα, «αερόμυαλος», στον ίδ., Αριστοφ.
III. συγκρ. και υπερθ. κενώτερος, -ώτατος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: empty, idle (Il.).
Other forms: ep., also IA., Cypr. and Epid. κενε(Ϝ)ός, ep. Ion. κεινός
Compounds: Often as 1. member, e. g. κενε-αυχέες (voc. pl. Θ 230, -έα AP, κεν-αυχής Plu., AP) empty, idle showing; 2. member to αὑχέω, if not reshaped after it for -ευχέες (to εὖχος, εὔχομαι), Wackernagel Unt. 65, Bechtel Lex. s. v.; κέν-ανδρος empty of men (A. Pers. 119 [lyr.], S. OC 917) with -ία (A. Pers. 730 [troch.]), cf. Sommer Nominalkomp. 191; κεν-εμβατέω step on emptiness, lack a solid foundation, reach a cavity with κενεμβάτησις (Plu., medic.), as if from *κεν-εμβάτης after other derivv. in -βατέω from compounds with -βά-της.
Derivatives: κενεών, -ῶνος m. the holows space between hip and ribs, the hollows (ep. Ion., X., LXX; on the formation Schwyzer 488 and Chantraine Formation 164); κενεότης, -νότης f. emptiness (Ion. Att.); κενήριον = κενοτάφιον (Hecl.), prob. after ἠρίον, if not composed with it (from there ψευδήριον id. [Lyc.]). Denomin. verb κενόω, -νεόω make empty, make deserted (IA.) with κένωσις, -νέωσις emptifying (Ion. poet., Att.), with κενώσιμος (Anon. ap. Suid.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), κένωμα, -νέωμα empty space (hell.), κενωτικός emptifying (Gal.).
Origin: IE [Indo-European] [564] *ḱen- empty
Etymology: With κενός, Ion. κεινός, both < *κενϜός, cf. e. g. στενϜός; with κενεϜός agrees ἐτεϜός; from an υ-stem *κενύς. - Because of the differing expressions for empty note the agreement between κενός and Arm. sin, gen. sn-oy (o-st.) id. (IE. *ḱen-, stem uncertain) cf. Schwyzer 57, Porzig Gliederung 157).
Middle Liddell
I. of things, empty, opp. to πλέως or πλήρης, Hom., Hdt., Attic
2. metaph. empty, vain, κενὰ εὔγματα Od.; κ. ἐλπίς Aesch., etc.:—in adverbial usages, neut. pl., κενεὰ πνεύσας Pind.; διὰ κενῆς to no purpose, in vain, Ar., Thuc.
II. of persons,
1. c. gen. void, destitute, bereft, τοῦ νοῦ, φρενῶν Soph.; συμμάζων Eur.
2. empty-handed, Hom., Hdt., Attic:— bereft of her mate, λέαινα Soph.: — empty of wit, empty-headed, Soph., Ar.
III. comp. and Sup. κενώτερος, -ώτατος, Plat., etc.
Frisk Etymology German
κενός: (att.),
{kenós}
Forms: ep., auch ion., kypr. und epid. κενε(ϝ)ός, ep. ion. poet. κεινός
Meaning: leer, eitel (seit Il.).
Composita: Oft als Vorderglied, z. B. κενεαυχέες (Vok. pl. Θ 230, -έα AP, κεναυχής Plu., AP) leer, eitel prahlend; Hinterglied zu αὐχέω, wenn nicht danach umgebildet für -ευχέες (zu εὖχος, εὔχομαι), Wackernagel Unt. 65, Bechtel Lex. s. v.; κένανδρος leer an Männern (A. Pers. 119 [lyr.], S. OC 917) mit -ία (A. Pers. 730 [troch.]), vgl. Sommer Nominalkomp. 191; κενεμβατέω ins Leere treten, fehltreten, in eine Höhlung stoßen mit κενεμβάτησις (Plu., Mediz. u. a.), wie von *κενεμβάτης nach anderen Ableitungen auf -βατέω von Zusammenbildungen mit -βάτης.
Derivative: Ableitungen: κενεών, -ῶνος m. der leere Raum zwischen Hüften und Rippen, die Weichen (ep. ion., X., LXX usw.; zur Bildung Schwyzer 488 und Chantraine Formation 164); κενεότης, -νότης f. Leere (ion. bzw. att.); κενήριον = κενοτάφιον (hekl.), wohl nach ἠρίον, wenn nicht damit zusammengesetzt (danach ψευδήριον ib. [Lyk.]). Denominatives Verb κενόω, -νεόω entleeren, veröden (ion. att.) mit κένωσις, -νέωσις Entleerung (ion. poet., att.), wozu κενώσιμος (Anon. ap. Suid.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), κένωμα, -νέωμα leerer Raum (hell. u. sp.), κενωτικός ausleerend (Gal. u. a.).
Etymology: Zu κενός, ion. κεινός, beide aus *κενϝός, vgl. z. B. στενϝός; zu κενεϝός stimmt ἐτεϝός; auszugehen ist somit wahrscheinlich von einem υ-Stamm *κενύς. — Angesichts der stark wechselnden Ausdrücke für leer ist die Übereinstimmung zwischen κενός und arm. sin, Gen. sn-oy (o-St.) ib. (idg. *ḱen-, Stamm unsicher) auffällig und zeugt von den nahen Beziehungen dieser Sprachen zueinander (vgl. z. B. Schwyzer 57, Porzig Gliederung 157).
Page 1,819
Chinese
原文音譯:kenÒj 咳挪士
詞類次數:形容詞(18)
原文字根:空的 相當於: (הָבַל) (הֶבֶל) (רִיק)
字義溯源:虛空的*,無價值的,徒,徒然的,枉然的,虛妄的,虛浮的,空,空手的。這字在新約有三方面的用意:
1)在福音書中:‘空手’回去( 可12:3; 路1:53; 20:10,11)
2)在書信中:‘虛空的’妄言( 西2:8);‘虛浮的’話( 弗5:6)
3)最常用來表明無結果的,無效果的:‘徒然’( 林前15:10);‘空’跑( 腓2:16);不可‘徒’受他的恩典( 林後6:1)。比較: (μάταιος)=虛妄的
同源字:1) (κενοδοξία)虛榮 2) (κενόδοξος)虛榮的 3) (κενός)虛空的 4) (καινοφωνία / κενοφωνία)空的響聲 5) (κενόω)成空,空談 6) (κενῶς)徒然
出現次數:總共(18);可(1);路(3);徒(1);林前(4);林後(1);加(1);弗(1);腓(2);西(1);帖前(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 徒然的(3) 林前15:10; 林前15:58; 帖前2:1;
2) 空手(3) 可12:3; 路20:10; 路20:11;
3) 徒然(2) 加2:2; 帖前3:5;
4) 枉然(2) 林前15:14; 林前15:14;
5) 徒(2) 林後6:1; 腓2:16;
6) 虛空的(1) 西2:8;
7) 虛浮的(1) 雅2:20;
8) 空(1) 腓2:16;
9) 被虛浮的(1) 弗5:6;
10) 空著(1) 路1:53;
11) 虛妄的事(1) 徒4:25
English (Woodhouse)
empty, frivolous, idle, ineffectual, useless, vain, bare of, barren of, bereft of, denuded of, deprived of, empty of, empty vain, void of
Lexicon Thucydideum
vacuus, empty, void, 2.34.3,
c. gen. with genitive 7.77.7,
oppon. opposed 1.27.2. 1.90.6. 1.93.4. 4.14.1, 4.14.4. 4.25.4. 6.31.3. 8.19.3. 8.39.3. 8.102.3.
singultus irritus, qui nihil eiiciat, an ineffectual sob, which ejects nothing, 2.49.4.
in vanum, in vain, 4.126.5.