λιθουργική

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Russian (Dvoretsky)

λῐθουργική: ἡ (sc. τέχνη) искусство обработки камня Lys.