αλλοπιστεύω: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:19, 29 September 2017
Greek Monolingual
αλλαξοπιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλοπιστώ. Ο μεταπλασμός κατά το ρ. πιστεύω].
(3) |
(No difference)
|
αλλαξοπιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλοπιστώ. Ο μεταπλασμός κατά το ρ. πιστεύω].