αλλοπιστώ

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

(-έω)
αλλαξοπιστώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλόπιστος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστεύω].