ακάκουργος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:20, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀκάκουργος, -ον (Μ) κακοῡργος
1. ο μη κακούργος, ο αγαθός
2. επίρρ. άκακούργως
άδολα, άκακα, αφελώς.
(2) |
(No difference)
|
ἀκάκουργος, -ον (Μ) κακοῡργος
1. ο μη κακούργος, ο αγαθός
2. επίρρ. άκακούργως
άδολα, άκακα, αφελώς.