κακούργος

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και -ικο (AM κακοῦργος, -ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, -ές και κακοεργός, -όν)
1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο
ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)
2. πολύ κακός, εγκληματικός (α. «κακοῦργος ἀνήρ» β. «κακοῦργος μάχαιρα» γ. «κακούργα ένστικτα»)
μσν.-αρχ.
(για ελαττώματα) επιβλαβής, βλαβερός (α. «ἄγνοια κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», Πλάτ.
β. «νεανικόν τι καὶ κακοῦργον... κατά τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)
αρχ.
1. πολύ σκληρός, ανελέητος («κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος», Πλάτ.)
2. (ειδ. στο αττ. δίκαιο) κλέφτης, ληστής («ὁ τῶν κακούργων νόμος», Αντιφ.).
επίρρ...
κακούργως (Α)
με κακουργία, με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οῦργος (< ἔργον). Σημειώνεται ότι το κακοῦργος και το πανοῦργος αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) σύνθετα σε -ουργος έναντι τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -ουργός (δημιουργός, δραματουργός, λειτουργός, ξυλουργός, σιδηρουργός υπουργός, κ.λπ.)].