ανεπίληστος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:20, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].
(4) |
(No difference)
|
ἀνεπίληστος, -ον (AM)
αλησμόνητος, «άληστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλανθάνω «λησμονώ»].