λησμονώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω και -άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, -έω και ἀλησμονώ) λήσμων
1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση του σπιτιού σου»)
2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι το χρέος του»)
3. απαρνιέμαι κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
1. παθ. λησμονούμαι και -ιέμαι
περιπίπτω σε λήθη, ξεχνιέμαι, εξαλείφομαι από τη μνήμη («τα βάσανα λησμονιούνται, μα ο καλός λόγος δεν λησμονιέται», παροιμ.)
2. μέσ. αφαιρούμαι, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας
3. παροιμ. «ο θεός αργεί, μα δεν αλησμονεί» — η θεία δίκη μπορεί να καθυστερήσει να έλθει, αλλά σίγουρα θα έλθει
μσν.
φρ. «ἀλησμονοῦμαι ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου» — παύει να γίνεται λόγος για μένα.