αλεξήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(2)
(No difference)

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)
1. αυτός που βοηθά τους άνδρες
2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ.