ἀλέξω
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. inf.
A ἀλεξέμεναι, -έμεν Hom., v. infr.: fut. ἀλεξήσω Il.9.251: aor. opt. ἀλεξήσειε Od.3.346:—Med., fut. ἀλεξήσομαι Hdt. 8.81,108.—Besides these tenses (formed as if from ἀλεξέω), we find others formed from ἀλέκω, fut. ἀλέξω, aor. ἤλεξα (v.sub ἀπ-αλέξω):—Med., fut. ἀλέξομαι S.OT171,539, X.An.7.7.3: aor. ἀλέξασθαι Il., Hp.Salubr.1, Hdt.7.207, X.An.1.3.6,al.:—for aor. 2 ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, v. sub vocc. (Cf. Skt. raákṣati `protect'):—ward off, turn aside, constructed like ἀμύνω:—c. acc. rei, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od.3.346: c. acc. rei et dat. pers., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ will ward it off from them, Il.9.251, cf. 20.315; ἀλλήλοις.. ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν 17.365, etc.: c. dat. pers. only, assist, defend, ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν Il. 3.9, cf. 5.779, al., X.Cyr.4.3.2: abs., lend aid, Il.1.590:—Med., ἀλέξασθαι keep off from oneself, κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας Il.13.475, cf. Hdt.7.207; ἀλέξεσθαι περί τινι or τινος, A.R.4.551,1488: abs., defend one self, Il.11.348, 15.565, Archil.66, Hdt.1.211, 2.63,al., Hp. l.c., S. OT539, X.Cyr.1.5.13: c. dat. instrum., οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος, ᾧ τις ἀλέξεται S.OT171.
2 in Med., also, recompense, requite, τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος X.An.1.9.11.—Not in A. or E. (exc. ἀπ-).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. pres. inf. ἀλεξέμεν Il.3.9, ἀλεξέμεναι Il.17.365; fut. ἀλεξήσεις Il.9.251, v. med. ἀλεξήσομαι Hdt.8.81, 108, ἀλέξομαι S.OT 171, 539, X.An.7.7.3; ép. aor. ἀλέξασθαι Il.13.475, opt. ἀλεξήσειε Od.3.346, aor. red. ἄλαλκε Il.23.185, Hes.Th.527, inf. ἀλαλκεῖν Il.19.30, ἀλαλκέμεναι Il.17.153, opt. ἀλάλκοις Il.21.138, part. ἀλαλκών Il.9.605, AP 9.374, no red. ἆλκε Pi.O.10.105; pres. tard. sobre esta raíz ἀλάλκουσιν Q.S.7.267; fut. tard. ἀλαλκήσουσιν A.R.2.235]
I 1apartar, desviar, librar c. ac. κύνας μὲν ἄλαλκε ... Ἀφροδίτη Il.23.185, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od.3.346, Ὕβριν Pi.O.13.9.
2 c. ac. y dat. preservar, librar, proteger de, Il.9.251, 17.365, 21.138, Od.10.288, Pi.O.10.105, Fr.52f.10
•c. ac. y gen. Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il.21.539, cf. AP 7.8 (Antip.Sid.)
•sólo c. dat. defender, proteger ἀλλήλοισιν Il.3.9, cf. 5.779, X.Cyr.4.3.2
•abs. defender ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον Il.11.469, cf. 13.356.
II en v. med.
1 apartar de sí, defenderse de, librarse de c. ac. κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας Il.13.475, cf. Hes.Op.363, Hdt.7.207
•c. prep. περί τινος A.R.4.1488, περί τινι A.R.4.551.
2 abs. rechazar al enemigo ἀλέξασθαι μενέαινον Il.15.565, cf. 11.348
•defenderse θυμέ ... ἀλέξευ Archil.211.2, cf. Hdt.1.211, 2.63, Hp.Salubr.1, S.OT 539, X.Cyr.1.5.13
•c. dat. instrum. ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται S.OT 171.
3 c. ac. de pers. devolver lo suyo τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος (vivir el tiempo suficiente) devolviendo lo suyo a los que hicieron bien o mal X.An.1.9.11.
• Etimología: De *H2lek- > ἀλκή así como numerosos derivados de ambos temas.
German (Pape)
[Seite 93] fut. ἀλεξήσω Hom. Iliad. 9, 251. 6, 109; aber Soph. O. R. 534 entspricht ἀλεξοίμην dem γνωρισοίμην. ist also fut., was auch ἀλέξεται 171 sein kann; auch Xen. An. 7, 7, 3 hat Krüger für ἀλεξησόμεθα nach mss. ἀλεξόμεθα aufgenommen, was dem vorhergehenden ἐπιτρέψομεν entspricht; aor. I. ἀλεξήσειε Od. 3, 346, Theocr. 5, 346, ἀλεξῆσαι Opp. H. 5, 626, ἀλεξήσας Apollod. 3, 12, 5; aor. II. ἤλαλκον; med. ἀλεξήσομαι, ἠλεξάμην; poet. Wort, in att. Prosa nur Xen.; – beistehen, τινί Il. 6, 109, ἀλλήλοις 3, 9; Xen. Cyr. 4, 3, 2; τινί τι, jemandem gegen etwas, ihm etwas abwehren, ἀλλήλοις φόνον Il. 17, 365, νήεσσι πῦρ 9, 347; τινός τι, Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il. 21, 539; ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ, von deinem Haupte, Od. 10, 288; mit dem bloßen acc. abhalten, abwenden, πόλεμόν περ ἀλαλκών. 9, 605, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od. 3, 346; Pind. ὕβριν ἀλέξειν, nach Böckh, Ol. 13, 9; abs., helfen, Il. 1, 590; abwehren, 11, 469. – Das med., sich wehren, absolut Iliad. 15, 565 οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασθαι μενέαινον; gegen Jem., τινά, ihn von sich abwehren, Od. 9, 57 ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας, Iliad. 13, 475 ἀλέξασθαι κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας; Her. 7, 207; πολεμίους Xen. An. 7. 7, 2, ἐχθρὸν ἀλέξασθαι 1, 3, 6; abwenden, τὰ κακὰ ἀλεξόμεθα, entspr. τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύομεν, Mem. 4, 3, 11; absol. Her. 2, 63; Xen. Cyr. 1, 5, 13; An. 1, 9, 11 καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος; τινί, beistehen, Soph. O. R. 171 vgl. 539; περί τινι u. τινος Ap. Rh. 4, 551. 1487.
French (Bailly abrégé)
f. ἀλεξήσω, ao. ἠλέξησα, pf. inus.
écarter, repousser : τινί τι, écarter de qqn qqe malheur, qqe danger, défendre, protéger qqn contre un danger ; ἀ. τινί défendre, protéger qqn;
Moy. ἀλέξομαι;
1 écarter de soi, repousser loin de soi, se défendre contre, acc.;
2 rendre la pareille.
Étymologie: R. Ἀλκ, écarter ; cf. ἀλαλκεῖν et ἀλκή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέξω, ep. inf. ook ἀλεξέμεν(αι); sigm. aor. opt. 3 sing. ἀλεξήσειε, inf. ἀλεξῆσαι, ptc. ἀλεξήσας; them. redupl. aor. ep. poët. 3 sing. ἄλαλκε, conj. 3 sing. ἀλαλκῃσι, opt. 2 sing. ἀλάλκοις, 3 sing. ἀλάλκοι, 3 plur. ἀλάλκοιεν, inf. ἀλαλκεῖν, ptc. ἀλαλκών; fut. ἀλέξω en ἀλεξήσω
1. act.
2. met acc. op afstand houden, afweren, afwenden:; Ζεὺς τό γ’ ἀλεξήσειε... ὡς... moge Zeus dit verhoeden, namelijk dat... Od. 3.346; met acc. en dat. iets ten behoeve van iem.:; φράζευ ὅπως Δαναοῖσιν ἀλεξήσεις κακὸν ἦμαρ bedenk hoe je de dag van onheil kunt afwenden voor de Danaërs Il. 9.251; met acc. en gen. iets van iem.: Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι opdat hij (Apollo) onheil afwendde van de Trojanen Il. 21.539.
3. met alleen dat. verdedigen, beschermen:; Τρωσὶν ἀλεξήσοντα om de Trojanen te beschermen Il. 6.109; ook ellipt.:. ἀλεξέμεναι μεμαῶτα toen ik (je) wilde beschermen Il. 1.590.
4. med.
5. van zich afhouden, zich verdedigen of beschermen:; στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες laten wij standhouden en ons verdedigen terwijl we (hier) blijven Il. 22.231; ᾧ τις ἀλέξεται waarmee iemand zich kan verdedigen Soph. OT 171; met acc. tegen iets:. τὰ κακὰ ἀλεξόμεθα wij weren de narigheid van ons af Xen. Mem. 4.3.11.
6. vergelden, betaald zetten, terugbetalen:. ἔστε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος totdat hij het zowel van zijn weldoeners als van degenen die hem kwaad deden gewonnen had in zijn terugbetalen Xen. An. 1.9.11.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέξω: (ᾰ) (fut. ἀλεξήσω, aor. ἠλέξησα) и ἀλέκω (fut. ἀλέξω, aor. 1 ἤλεξα, aor. 2 ἄλαλκον) тж. med.
1 отражать, (пред)отвращать, отгонять прочь (τί τινι Hom.): Ζεὺς τόγ᾽ ἀλεξήσειε! Hom. не приведи Зевс!;
2 охранять, оборонять, защищать (προθύμως ἀ. τινί Xen.): ἀλέξασθαι μαχαίρῃσι Her. обороняться мечами; οὐκ ἔνι φροντίδος ἔγχος, ᾧ τις ἀλέξεται Soph. невозможно придумать, как спастись (досл. нет такого духовного оружия, которым можно было бы защищаться);
3 med. сводить счеты, расквитаться (καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας Xen.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: ward off, defend (Il.).
Other forms: ἀλεξήσω, -ησα Hom.; without -η- middle aor. ἀλέξασθαι (Hom.), fur. ἀλέξομαι (S.).
Dialectal forms: Myc. Arekeseu /Alekseus/; arekotore /Alektorei/.
Compounds: As first member ἀλεξ(ι-), e.g. in ἀλεξί-κακος (Hom.); also Ἀλέξανδρος, from which comes the Hittite rendering Alakšanduš (Kretschmer Glotta 13, 205ff., 21, 244ff., 24, 242ff., 33, 22f.); Sommer's view that it is in origin Anatolian (IF 55, 187ff., Nominalkomp., esp. 186ff., is now abandoned).
Derivatives: ἀλέκτωρ, from which ἀλεκτρυών is derived (q.v.). - From the stem with -η- (cf. ἀλεξήσω): e.g. ἀλεξητήρ defender (Hom.) and ἀλεξήτωρ (S.);
Origin: IE [Indo-European] [32] *h₂elk-, *h₂lek-s- ward off
Etymology: Beside ἀλεξ- there is the stem ἀλκ-, see ἀλκ-ή. They continue *h₂(e)lk-: *h₂lek-s. On the meanings s. Holt Les noms d'action en -σις 78. ἀλέξ- agrees exactly with Skt. rákṣati protect.
Middle Liddell
[From Root !αλκ, v. ἄλαλκε [Note that some stems are formed from ἀλεξέω and others from ἀλέκω.]
1. to ward or keep off, turn away or aside; c. acc. rei, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od.; c. acc. rei et dat. pers., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ will ward it off from them, Il., etc.: —then c. dat. pers. only, to assist, defend, Il., Xen.; absol. to lend aid, Il.: —Mid. to keep off from oneself, defend oneself against, c. acc., Il.: absol. to defend oneself, Il., Soph.
2. Mid., also, to recompense, requite, τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος Xen.
English (Autenrieth)
(root αλκ), inf. ἀλεξέμεν (αι), fut. ἀλεξήσω, red. aor. ἄλαλκε, subj. ἀλάλκῃσι, inf. ἀλαλκεῖν, -έμεναι, -έμεν, aor. opt. ἀλεξήσειε, and subj. mid. ἀλεξώμεσθα: ward off, avert, τί, τινί, and τινί τι, hence defend one against something; mid., ward off from, defend oneself.
English (Slater)
ᾰλέξω (pf. ἄλαλκε) ward off τι from τινι ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν (O. 13.9) θάνατονἄλαλκε (codd. contra metr.: μόρον ἄλαλκε coni. Mommsen: θάνατον ἆλκε coni. Maas.) (O. 10.105) φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς· ἄλαλκε δὲ Χίρων (N. 4.60) ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀ[λ]έξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς (ἀ[ρ]ήξων Π̆{S}; ἀέξων Π. in marg.) (Pae. 6.10)
Greek Monolingual
ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α)
Ι ενεργ.
1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ
2. βοηθώ, υπερασπίζω
3. προσφέρω βοήθεια
ΙΙ μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι
2. ανταμείβω, ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη ρίζα ἀλεκ-σ- (< ΙΕ ∂2l-ek-
το -σ- πιθ. εφετικό), η οποία είναι συγγενής με τη μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- (< ΙΕ ∂2el-ek-·), βλ. ἄλαλκε. Το ρήμα ἀλέξω είναι συγγενές με το σανσκρ. raksati «προστατεύω, υπερασπίζω». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα ότι η μονοσύλλαβη ρίζα ἀλκ- απαντά και σε άλλη γλώσσα
πιθ. να έχει κάποια σχέση με το αγγλοσαξον. ealgian «προστατεύω, υπερασπίζω». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. ἀλέξω (πρβλ. ἀλέξησις, ἀλέξημα, ἀλεξητήρ) απαντά επαυξημένη μορφή της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως ἀλεξι-, ακολουθώντας την κατηγορία τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(σ)ι-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήρ, ἀλεξήτωρ, ἀλέξιμον, ἄλεξις.
ΣΥΝΘ. Βλ. ἀλεξι-].
Greek Monotonic
ἀλέξω: [ᾰ], Επικ. απαρ. ἀλεξέμεναι, -έμεν· μέλ. ἀλεξήσω, αόρ. αʹ ευκτ. ἀλεξήσειε — Μέσ. μέλ. ἀλεξήσομαι. Εκτός από αυτούς τους χρόνους (που σχηματίστηκαν από το ἀλεξέω), συναντάμε κι άλλους από το ἀλέκω, μέλ. ἀλέξω, Μέσ. ἀλέξομαι, αόρ. αʹ απαρ. ἀλέξασθαι. (Από τη √ΑΛΚ, βλ. ἄλαλκε),
1. απωθώ ή απομακρύνω, αποτρέπω ή αποκρούω· με αιτ. πράγμ., Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακόνἦμαρ, θα το αποτρέψει από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· έπειτα με δοτ. προσ. μόνο, βοηθώ, υπερασπίζω, στο ίδ., σε Ξεν.· απόλ., παρέχω βοήθεια, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., απομακρύνω απ' τον εαυτό μου, υπερασπίζω τον εαυτό μου έναντι, με αιτ., στο ίδ.· απόλ., υπερασπίζω τον εαυτό μου, στο ίδ., σε Σοφ.
2. Μέσ. επίσης, αμείβω, ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω, τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέξω: [ᾰ], Ἐπ. ἀπαρέμ. ἀλεξέμεναι, -έμεν, Ὅμ.: ― μέλλ. ἀλεξήσω, ὁ αὐτ.: ― ἀόρ. εὐκτ. ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346. ― Μέσ. μέλλ. ἀλεξήσομαι, Ἡρόδ. 8. 81, 108. ― Πλὴν τῶν χρόνων τούτων (ἐσχηματισμένων ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλεξέω) εὑρίσκομεν ἄλλους σχηματιζομένους ἐκ τοῦ ἀλέκω, μέλλ. ἀλέξω, ἀόρ. ἤλεξα (ἴδε ἐν λ. ἀπαλέξω). ― Μέσ. μέλλ. ἀλέξομαι, Σοφ. Ο. Τ. 171, 539, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3· ἀόρ. ἀλέξασθαι, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Ξεν. Ἀν. 1. 3, 6., 3. 4, 33., 5. 5, 21, Κύρ. 1. 5, 13: ― περὶ τοῦ ἀορ. βϳ ἄλαλκε, ἀλκαθεῖν, ἴδε ἐν λέξεσιν. (Περὶ τῆς √ΑΛΚ ἴδε ἐν λ. ἄλαλκε). Ἀπομακρύνω, ἀποτρέπω ἢ ἀποκρούω, ὡς τὸ ἀμύνω καὶ συντάσσεται ὡς αὐτό· ― μετ. αἰτ. πράγ., Ζεὺς τὸ γ’ ἀλεξήσειε, Ὀδ. Γ. 346· μετ’ αἰτ. πράγ. καὶ δοτ. προσ., Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ, νὰ τὸ ἀποτρέψῃ ἀπ’ αὐτῶν, ἀποκρούσῃ, Ἰλ. Ι. 251, πρβλ. Υ. 315· ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι φόνον αἰπύν, Ρ. 365, κτλ.: ― ἀκολούθως μόνον μετὰ δοτ. προσ., βοηθῶ, ὑπερασπίζω, ἀλεξέμεν ἀλλήλοισιν, Ἰλ. Γ. 9, πρβλ. Ε. 779, καὶ ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 4. 3, 2. ― ἀπολ., παρέχω βοήθειαν, Ἰλ. Α. 590. ― Μέσ. ἀλέξασθαι, ἀποκρούω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποτρέπω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, Λατ. defendere, ἀλέξασθαι... κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας, Ἰλ. Ν. 475˙ πρβλ. Ἡρόδ. 7. 207˙ ὡσαύτως ἀλέξασθαι περί τινι ἤ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 551, 1488˙ ἀπολ., ὑπερασπίζω ἐμαυτόν, Ἰλ. Λ. 348., Ο. 565, Ἀρχίλ. 66, Ἡρόδ. 1. 211., 2. 63, καὶ ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 539, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13˙ ὡσαύτως μ. δοτ. ὀργαν. οὐδ’ ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται, Σοφ. Ο. Τ. 171. 2) ἐν τῇ μέσῃ φωνῇ, προσέτι = ἀμείβω˙ τοὺς εὖ καὶ κακῶς ποιοῦντας ἀλεξάμενος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11. ― Μόνος ἐκ τῶν Τραγ. ὁ Σοφ. ἔχει τὴν λέξιν ἐκτὸς τῶν συνθέτ. ἀπ- καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν χρώμενος αὐτῇ ἐν τοῖς Ἀττ. πεζογρ. εἶναι ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. = ἀλέγω, φροντίζω, προνοῶ, προστατεύω, μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις, ἄλεξις, ἀλεξίμβροτος, -χορος.
Frisk Etymology German
ἀλέξω: {aléksō}
Grammar: v.
Meaning: abwehren, verteidigen (ep. ion. poet., X. usw.).
Composita: Als Vorderglied oft ἀλεξ(ι-), z. B. in Ἀλέξανδρος, woraus nach Kretschmer heth. Alakšanduš (Glotta 13, 205ff., 21, 244ff., 24, 242ff., 33, 22f.). Auch Sommer hält diese Gleichung für möglich, aber nur unter der (wenig wahrscheinlichen) Voraussetzung, daß der Name ursprünglich kleinasiatisch sei und von den Griechen volksetymologisch zurechtgelegt wäre (IF 55, 187ff., Nominalkomp., bes. 186ff.); vgl. auch Björck Alpha impurum 333ff.
Derivative: Ableitungen: ἀλέξιον Heilmittel (Nik.), ἄλεξις Hilfe, Abwehr (Aristid., EM). Über ἀλέκτωρ, ἀλεκτρυών (aus ἀλεξτ-) s. bes. — Auf den mit -η- erweiterten Stamm (vgl. ἀλεξήσω) gehen mehrere Bildungen zurück: ἀλέξησις Abwehr, Hilfe (ion.), ἀλέξημα Abwehr, Heilmittel (ion. poet., sp. Prosa); ἀλεξητήρ Verteidiger, Helfer (vorw. ep.) mit fem. ἀλεξήτειρα (AP, Nonn.) und den Abl. ἀλεξητήριος abhelfend, ἀλεξητήριον Heilmittel (Hp., Thphr. usw.); daneben ἀλεξήτωρ (S.); außerdem ἀλεξητικός (Alex. Aphr.)
Neben dem zweisilbigen Stamm ἀλεξ- steht der einsilbige und s-lose Stamm ἀλκ- im reduplizierten Aorist ἀλαλκεῖν (ep. poet.), wozu in späterer Epik das Futurum ἀλαλκήσω (A. R.) und das Präsens ἀλάλκω (Q. S.) hinzugebildet wurden. Hierher ferner der Stadtname Ἀλαλκομεναί (Böotien), die Beinamen der Athene Ἀλαλκομένη (Chios) und Ἀλαλκομενηΐς (Il.)
Als Wurzelnomen steht ἀλκ- im epischen Dativ ἀλκί; sonst herrscht die Ableitung ἀλκή Abwehr, Hilfe, Stärke, Kraft (vorw. ep. poet. und sp. Prosa). Davon ἀλκήεις, dor. ἀλκᾶς wehrhaft, tapfer (h. Hom., Pi. usw.), erweitert in ἀλκηστής (Opp.) nach ἀλφηστής, ὠμηστής; ferner ἀλκαῖος (E. Hel. 1152 lyr.). Als Hinterglied nach den s-Stämmen umgeformt in ἑτεραλκής der einen Partei helfend (vorw. ep. poet.) u. a.; daneben der alte i-Stamm in ἄναλκις (ep., vgl. Schwyzer 450) mit ἀναλκείη (ep.) nach den Nomina auf -είη (Porzig Satzinhalte 217). Unklar ist die Grundlage von ἄλκιμος (vorw. poet. seit Hom.), s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 13 und 31, Schwyzer 494f. Die Hesychglosse ἀλκμαῖος· νεανίσκος H. ist entweder aus ἀκμαῖος entstellt oder damit kontaminiert; vgl. noch ἀλκμαρές· ἄλκιμον H. (nach εὐμαρές). — Ein anderes Verbalnomen ist ἄλκαρ n. Schutzwehr (ep. lyr.). Nomen agentis: ἀλκτήρ, -ῆρος Abwehrer, Beschützer (Hom., Pi.) mit ἀλκτήριος heilend (Nonn.) und ἀλκτήριον n. Heilmittel (Nik.).
Von ἀλκ- geht ferner aus ἀλκάθω beistehen (A., S. nach Gramm.), vgl. ἀμυνάθω und Schwyzer 703; ebenso, mit -άζω, ἀλκάζω Stärke zeigen (EM), ἠλκάζοντο· ἠμύνοντο H.; davon ἀλκάσματα (S.).
Hierher noch mehrere Eigennamen, Ἀλκμάν, -μέων (-μαίων, vgl. Björck Alpha impurum 111), -μήνη usw. Zu Ἄλκηστις (altes Ethnikon thessalischer Herkunft) s. Weber RhM 85, 161ff.
Zu ἔπαλξις (aus *ἐπαλκτις) Schutzwehr, Brüstung (ion. att.) von ἐπαλέξω, ἐπαλαλκεῖν s. Holt Les noms d'action en -σις 78 mit unsicheren Vermutungen über das semantische Verhältnis zu ἀλκή.
Etymology: ἀλέξω ist mit aind. rákṣati beschützen, bewahren identisch. Der einsilbige und s-lose Stamm ἀλκ- ist dagegen nirgends mit Sicherheit wiederzufinden. Der Vergleich mit ags. ealgian schützen, verteidigen ist indessen erwägenswert, aber die übrigen german. und balt. Wörter, die herangezogen worden sind, z. B. got. alhs Tempel, lit. el̃kas, al̃kas heiliger Hain, liegen etwas abseits. Versuch, die Zusammenstellung semantisch zu motivieren, bei Meringer WuS 9, 107ff. — Bartholomae Sb. Heidelb. 1916: 9, 10 erwägt Verwandtschaft mit miran. ark Arbeit, Anstrengung, Mühe.
Page 1,69-70
Mantoulidis Etymological
(=ἀπομακρύνω, ἀποκρούω, βοηθῶ). Ἀπό ἰαπετική ρίζα αλκ-, τό θέμα εἶναι αλεκ+σ+ω → ἀλέξω, μέ συγκοπή τοῦ ε. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλέξημα (=προστασία), ἀλέξησις (=ὑπεράσπισις), ἀλεξήνωρ (=αὐτός πού βοηθᾶ), ἀλεξητήρ (=αὐτός πού ἀποκρούει κάποιον), ἀλεξητήριος (=ἱκανός νά ἀπομακρύνει κάτι), ἀλεξητήριον (=γιατρικό), ἄλεξις (=βοήθεια), ἀλέκτωρ, ἀλέξανδρος, Ἀλέξανδρος, ἀλεξίκακος (=αὐτός πού ἀπομακρύνει κάτι κακό), ἀλεξίμβροτος (=αὐτός πού προστατεύει τούς θνητούς), ἀλεξίμορος (=πού ἀπωθεῑ τό θάνατο), ἀλεξιφάρμακον (=ἀντίδοτο), ἔπαλξις (=προμαχώνας), ἄλαλκε (ἀόρ. β'), ἀλκή (=δύναμη), ἄλκιμος (=ρωμαλέος), ἀλκτήρ (=ἀποκρούων), καί τά σημερινά ἀλεξίπτωτον, ἀλεξιβρόχιον (=ὀμπρέλα), ἀλεξίσφαιρον, ἀλεξικέραυνον.
Lexicon Thucydideum
ἀλεξέμεναι (Dor. Doric dialect), propulsare vim, to drive back force, 5.77.6.