ἀναπαύδητος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_18)
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπαύδητος''': -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, [[ἀκαταπόνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 492.
|lstext='''ἀναπαύδητος''': -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, [[ἀκαταπόνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 492.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[infatigable]], [[ἀντιμάχησις]] Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.120.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναπαύδητος]], -ον (Α) [[ἀπαυδῶ]]<br />[[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 200] unermüdlich, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαύδητος: -ον, ὁ μὴ ἀπαυδῶν, ἀκαταπόνητος, Κλήμ. Ἀλ. 492.

Spanish (DGE)

-ον
infatigable, ἀντιμάχησις Clem.Al.Strom.2.20.120.

Greek Monolingual

ἀναπαύδητος, -ον (Α) ἀπαυδῶ
ακούραστος, ακαταπόνητος.