Category:Wilhelm Pape
Johann Georg Wilhelm Pape (3 January 1807 – 23 February 1854) was a German classical philologist and lexicographer. He is known today primarily as the author of his Griechisch-Deutsches Handwörterbuch [Concise Greek-German Dictionary], first published in 1842 and frequently reprinted in the 19th and early 20th centuries.
Pages in category "Wilhelm Pape"
The following 200 pages are in this category, out of 86,756 total.
(previous page) (next page)-
D
S
Ώ
- ώράϊσμα
- ώρία
- ώρόδεσμος
- ώρόμαντις
- ώραίω
- ώραιόμορφος
- ώραιότης
- ώραιοπώλης
- ώραιοπολέω
- ώρακίζω
- ώρακιάω
- ώραϊσμός
- ώραϊστής
- ώραῖος
- ώρεσιδώτης
- ώρεῖον
- ώρηφόρος
- ώριάς
- ώριόκαρπος
- ώριαίνω
- ώριαῖος
- ώρικός
- ώριμάζω
- ώριμότης
- ώριμαία
- ώρισμένως
- ώρογράφος
- ώρογραφέω
- ώρογραφία
- ώροθέτης
- ώροθετέω
- ώροκομεῖον
- ώρολόγιον
- ώρολογέω
- ώρολογητής
- ώρονόμιον
- ώρονόμος
- ώρονομέω
- ώρονομεύω
- ώρονομεῖον
- ώρονομικός
- ώροσκόπησις
- ώροσκόπιον
- ώροσκόπος
- ώροσκοπέω
- ώροσκοπεῖον
- ώροτρόφος
Α
- αΐμαξις
- αγέτας
- αἰείφρουρος
- αὐήρ
- αὐτόφιν
- αὐτόῤῥεκτος
- αὐτόῤῥιζος
- αὐτόῤῥυτος
- αὐτεί
- αὐτιγενής
- αὐτοάγαθον
- αὐτοάνθρωπος
- αὐτοέκαστος
- αὐτοέλικτος
- αὐτοέντης
- αὐτούργημα
- αὐτούργητος
- αὐτοαληθῶς
- αὐτοβόητος
- αὐτοβαφής
- αὐτοβοάω
- αὐτοβούλησις
- αὐτοβούλητος
- αὐτοβοεί
- αὐτοβορέας
- αὐτογένεθλος
- αὐτογένητος
- αὐτογέννητος
- αὐτογενής
- αὐτογλώχιν
- αὐτογνώμων
- αὐτογνωμονέω
- αὐτογνωμοσύνη
- αὐτογραμμή
- αὐτογραφέω
- αὐτοδάϊκτος
- αὐτοδέσποτος
- αὐτοδίδακτος
- αὐτοδίκαιον
- αὐτοδόξα
- αὐτοδύναμος
- αὐτοδαής
- αὐτοδιάκονος
- αὐτοδιήγητος
- αὐτοδιακονία
- αὐτοδιδάσκομαι
- αὐτοδιηγούμενος
- αὐτοδικέω
- αὐτοειδής
- αὐτοεντεί
- αὐτοεπιθυμία
- αὐτοετής
- αὐτοετεί
- αὐτοζήτητος
- αὐτοζωή
- αὐτοθάνατος
- αὐτοθέμεθλος
- αὐτοθήρευτος
- αὐτοθαΐς
- αὐτοθελής
- αὐτοθελεί
- αὐτοκάβδαλος
- αὐτοκέλευθος
- αὐτοκέλευστος
- αὐτοκέλευτος
- αὐτοκέραοπος
- αὐτοκέρας
- αὐτοκέφαλον
- αὐτοκήρυξ
- αὐτοκίνησις
- αὐτοκίνητος
- αὐτοκύλιστος
- αὐτοκύριος
- αὐτοκασίγνητος
- αὐτοκασιγνήτη
- αὐτοκατάκριτος
- αὐτοκατασκεύαστος
- αὐτοκελής
- αὐτοκμής
- αὐτοκράτεια
- αὐτοκράτειρα
- αὐτοκράτωρ
- αὐτοκρατής
- αὐτοκρατορία
- αὐτοκρατορίς
- αὐτοκρατορεύω
- αὐτοκρατορικός
- αὐτοκρηής
- αὐτοκτονέω
- αὐτοκυβερνήτης
- αὐτοκυβερνητεί
- αὐτολάλητος
- αὐτολήκυθος
- αὐτολίθινος
- αὐτολόχευτος
- αὐτολεξεί
- αὐτολυρίζων
- αὐτομάθεια
- αὐτομάρτυς
- αὐτομέλαθρος
- αὐτομήνυτος
- αὐτομήτωρ
- αὐτομόλησις
- αὐτομαθής
- αὐτομανής
- αὐτομαρτυρέω
- αὐτοματία
- αὐτοματίζω
- αὐτοματεί
- αὐτοματισμός
- αὐτοματοποιός
- αὐτοματουργός
- αὐτομαχέω
- αὐτομολέω
- αὐτομολία
- αὐτονομέομαι
- αὐτονομία
- αὐτονυκτί
- αὐτονυχί
- αὐτονυχίς
- αὐτοπάθεια
- αὐτοπάμων
- αὐτοπάρακτος
- αὐτοπάτωρ
- αὐτοπήμων
- αὐτοπόκὶστον
- αὐτοπόνητον
- αὐτοπόρφυρος
- αὐτοπώλης
- αὐτοπαγής
- αὐτοπαθής
- αὐτοποίητος
- αὐτοποδί
- αὐτοποδία
- αὐτοποδητί
- αὐτοποιητικός
- αὐτοπολίτης
- αὐτοπρόσωπος
- αὐτοπρεπής
- αὐτοπροαίρετος