3,274,916
edits
(big3_11) |
(9) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -ίη <i>IG</i> 12(5).238 (V a.C.), Hsch., dór. δάμιος, -α, -ον A.<i>Ch</i>.56<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. loc. fem. Δημίασι <i>Com.Adesp</i>.309]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[popular]], [[público]], [[perteneciente al pueblo]], [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον del anuncio de una derrota para la ciudad, A.<i>A</i>.640, οἶκος <i>Od</i>.20.264, τι δήμιον un asunto público</i>, <i>Od</i>.2.32, 44, αἰσυμνῆται ... κριτοὶ ... δήμιοι jueces elegidos por el pueblo</i>, <i>Od</i>.8.259, ἱερά A.<i>Th</i>.179, δώματ' A.<i>Supp</i>.957, σέβας ... τὸ πρὶν δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον la majestad que por oídos y mente del pueblo penetraba</i> A.<i>Ch</i>.56, op. ἴδιος <i>Od</i>.3.82, 4.314, πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου [[βαρύ]] τι περίβαρυ κρύος ἔχειν presente tengo el grave, abrumador escalofrío que da el cruel verdugo público</i> A.<i>Eu</i>.160 (cf. II 2)<br /><b class="num">•</b>epít. de Hestia en Paros Ἱστίης Δημίης <i>IG</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>[[público]], [[prostituido]] δημίην Κύπριν· πόρνην Hsch., Δημίαι πύλαι Puertas Públicas</i> junto a las que solían situarse las mujeres públicas, quizás las puertas del Cerámico <i>Com.Adesp</i>.309.<br /><b class="num">2</b> [[vulgar]], [[tosco]] neutr. plu. como adv. δήμια λαβράζουσι Nic.<i>Al</i>.160.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> plu. οἱ δάμιοι ciertos [[magistrados de la ciu. de Drero en Creta]], prob. [[tesoreros públicos encargados de las finanzas]] <i>ICr.App</i>.2.4 (Drero VII/VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[verdugo]] ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δ. Pl.<i>Lg</i>.872b, cf. <i>R</i>.439e, τῷ δημίῳ παραδοῦναι Lys.13.56, cf. Diph.31.11, Arist.<i>Ath</i>.45.1, Call.<i>Fr</i>.85.2, D.S.14.107, Charito 1.5.5, 4.3.5, <i>AP</i> 11.135, 411 (ambos Lucill.), I.<i>AI</i> 19.42, Plu.<i>Them</i>.22, <i>Art</i>.29, Luc.<i>DMort</i>.24.2, <i>Tyr</i>.8, Iambl.<i>Fr</i>.55, Aesop.216, Artem.3.60, Vett.Val.210.11, <i>A.Al</i>.5A.38, D.C.55.7.2, 58.24.3, Ach.Tat.3.6.4, 7.10.4, 8.8.5, Philostr.<i>VA</i> 1.12, Hld.8.9.10, <i>Erot.Fr.Pap.Tin</i>.14, 15, Plot.3.2.17, <i>OAshm.Shelton</i> 51.3 (VI d.C.), Phot.<i>Bibl</i>.533b.21<br /><b class="num">•</b>fig. βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δ. aborrecido como verdugo de la patria y los ciudadanos</i> LXX 2<i>Ma</i>.5.8, μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον LXX 2<i>Ma</i>.7.29<br /><b class="num">•</b>c. juego de palabras ὦ δῆμε, φησί, μᾶλλον δὲ δήμιε Demad.20<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ συμποσίαρχος ἦν [[γάρ]], ἀλλὰ δ. ὁ Χαιρέας irón., por obligar a beber demasiado a los asistentes, Alex.21, ὥσπερ ὑπὸ δημίων στρεβλούμενοι τῶν παθῶν torturados por dolores que son como verdugos</i> Gal.6.312, de ciertos médicos οὐδὲν ἀποδεῖν μοι δοκοῦσι δημίων οἱ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενοι τῶν ἰατρῶν Gal.10.542.<br /><b class="num">3</b> [[servidor público]] de médicos πτωχὸς ἦν καὶ δ. Phoenicid.4.13, οἱ κοινοὶ δήμιοι, οὓς ὑμεῖς καλεῖτε ἰατρούς Diog.<i>Ep</i>.28.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[popularmente]] Theognost.<i>Can</i>.p.160.3, Eust.1899.58. • DMic.: <i>da-mi-jo</i>. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -ίη <i>IG</i> 12(5).238 (V a.C.), Hsch., dór. δάμιος, -α, -ον A.<i>Ch</i>.56<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. loc. fem. Δημίασι <i>Com.Adesp</i>.309]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[popular]], [[público]], [[perteneciente al pueblo]], [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον del anuncio de una derrota para la ciudad, A.<i>A</i>.640, οἶκος <i>Od</i>.20.264, τι δήμιον un asunto público</i>, <i>Od</i>.2.32, 44, αἰσυμνῆται ... κριτοὶ ... δήμιοι jueces elegidos por el pueblo</i>, <i>Od</i>.8.259, ἱερά A.<i>Th</i>.179, δώματ' A.<i>Supp</i>.957, σέβας ... τὸ πρὶν δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον la majestad que por oídos y mente del pueblo penetraba</i> A.<i>Ch</i>.56, op. ἴδιος <i>Od</i>.3.82, 4.314, πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου [[βαρύ]] τι περίβαρυ κρύος ἔχειν presente tengo el grave, abrumador escalofrío que da el cruel verdugo público</i> A.<i>Eu</i>.160 (cf. II 2)<br /><b class="num">•</b>epít. de Hestia en Paros Ἱστίης Δημίης <i>IG</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>[[público]], [[prostituido]] δημίην Κύπριν· πόρνην Hsch., Δημίαι πύλαι Puertas Públicas</i> junto a las que solían situarse las mujeres públicas, quizás las puertas del Cerámico <i>Com.Adesp</i>.309.<br /><b class="num">2</b> [[vulgar]], [[tosco]] neutr. plu. como adv. δήμια λαβράζουσι Nic.<i>Al</i>.160.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> plu. οἱ δάμιοι ciertos [[magistrados de la ciu. de Drero en Creta]], prob. [[tesoreros públicos encargados de las finanzas]] <i>ICr.App</i>.2.4 (Drero VII/VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[verdugo]] ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δ. Pl.<i>Lg</i>.872b, cf. <i>R</i>.439e, τῷ δημίῳ παραδοῦναι Lys.13.56, cf. Diph.31.11, Arist.<i>Ath</i>.45.1, Call.<i>Fr</i>.85.2, D.S.14.107, Charito 1.5.5, 4.3.5, <i>AP</i> 11.135, 411 (ambos Lucill.), I.<i>AI</i> 19.42, Plu.<i>Them</i>.22, <i>Art</i>.29, Luc.<i>DMort</i>.24.2, <i>Tyr</i>.8, Iambl.<i>Fr</i>.55, Aesop.216, Artem.3.60, Vett.Val.210.11, <i>A.Al</i>.5A.38, D.C.55.7.2, 58.24.3, Ach.Tat.3.6.4, 7.10.4, 8.8.5, Philostr.<i>VA</i> 1.12, Hld.8.9.10, <i>Erot.Fr.Pap.Tin</i>.14, 15, Plot.3.2.17, <i>OAshm.Shelton</i> 51.3 (VI d.C.), Phot.<i>Bibl</i>.533b.21<br /><b class="num">•</b>fig. βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δ. aborrecido como verdugo de la patria y los ciudadanos</i> LXX 2<i>Ma</i>.5.8, μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον LXX 2<i>Ma</i>.7.29<br /><b class="num">•</b>c. juego de palabras ὦ δῆμε, φησί, μᾶλλον δὲ δήμιε Demad.20<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ συμποσίαρχος ἦν [[γάρ]], ἀλλὰ δ. ὁ Χαιρέας irón., por obligar a beber demasiado a los asistentes, Alex.21, ὥσπερ ὑπὸ δημίων στρεβλούμενοι τῶν παθῶν torturados por dolores que son como verdugos</i> Gal.6.312, de ciertos médicos οὐδὲν ἀποδεῖν μοι δοκοῦσι δημίων οἱ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενοι τῶν ἰατρῶν Gal.10.542.<br /><b class="num">3</b> [[servidor público]] de médicos πτωχὸς ἦν καὶ δ. Phoenicid.4.13, οἱ κοινοὶ δήμιοι, οὓς ὑμεῖς καλεῖτε ἰατρούς Diog.<i>Ep</i>.28.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[popularmente]] Theognost.<i>Can</i>.p.160.3, Eust.1899.58. • DMic.: <i>da-mi-jo</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δήμιος]], ο [ως ουσ.] Α και [[δήμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ον και [[δάμιος]], -ία, -ιον)<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]] της θανατικής ποινής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο [[βασανιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φονιάς]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποφασίζει και μεθοδεύει τον θάνατο άλλων [[χωρίς]] να τους εκτελέσει ο [[ίδιος]] («ο [[δήμιος]] του Άουσβιτς»)<br /><b>3.</b> ο [[τυραννικός]], ο [[καταστροφέας]] («ο [[δήμιος]] τών [[ελευθεριών]] του λαού», «ο [[δήμιος]] τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο («[[πρῆξις]] ἰδίη οὐ [[δήμιος]]» — [[ενέργεια]] της ιδιωτικής, όχι της δημόσιας, ζωής)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εκλέγεται, αναδεικνύεται από τον δήμο («αἰσυμνῆται δήμιοι» — κριτές εκλεγμένοι από τον δήμο)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[δήμιος]]<br />ο [[γιατρός]] του δημοσίου για την [[παρακολούθηση]] τών απόρων<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δήμιον</i><br />το [[δημόσιο]], ο [[δήμος]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) «δήμια πίνειν» — με δαπάνες του δήμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Επειδή το επίθ. [[δήμιος]] σήμαινε «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» άρα και [[δήμιος]] ([[δούλος]]) ήταν ο [[δημόσιος]] [[υπάλληλος]] για εκτελέσεις καταδίκων, [[σημασία]] που διατήρησε η λ. [[μέχρι]] [[σήμερα]]]. | |||
}} | }} |