δήμιος
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
Dor. δάμιος, δήμιον (-α, -ον A.Ch.57 (lyr.), δημίην· πόρνην (Cypr.), Hsch.): (δῆμος):—
A belonging to the people, οἶκος Od.20.264; αἰσυμνῆται δήμιοι judges elected by the people, 8.259; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος not public, 3.82; δήμιον ἦ ἴδιον; 4.314, cf. 2.32: epithet of Hestia at Paros, IG12(5).238 (v B. C.): neuter plural as adverb, δήμια πίνειν = drink at the public expense, 11.17.250; τὸ δήμιον = the sovereign people, A.Supp.370, 699 (lyr.).
II ὁ δήμιος (sc. δοῦλος) public executioner, Ar.Ec.81, Pl.R. 439e, Lys.13.56, Aeschin.2.126, etc. (δάμιος μαστίκτωρ in A.Eu. 160 (lyr.)); ὁ κοινὸς δήμιος Pl.Lg.872b.
2 public physician, πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Phoenicid.4.13.
III δημίαι πύλαι, perhaps a mistake for Διομῇσι, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. -ίη IG 12(5).238 (V a.C.), Hsch., dór. δάμιος, -α, -ον A.Ch.56
• Morfología: [plu. loc. fem. Δημίασι Com.Adesp.309]
I 1popular, público, perteneciente al pueblo, ἕλκος ἓν τὸ δήμιον del anuncio de una derrota para la ciudad, A.A.640, οἶκος Od.20.264, τι δήμιον un asunto público, Od.2.32, 44, αἰσυμνῆται ... κριτοὶ ... δήμιοι jueces elegidos por el pueblo, Od.8.259, ἱερά A.Th.179, δώματ' A.Supp.957, σέβας ... τὸ πρὶν δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον la majestad que por oídos y mente del pueblo penetraba A.Ch.56, op. ἴδιος Od.3.82, 4.314, πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου βαρύ τι περίβαρυ κρύος ἔχειν presente tengo el grave, abrumador escalofrío que da el cruel verdugo público A.Eu.160 (cf. II 2)
•epít. de Hestia en Paros Ἱστίης Δημίης IG l.c.
•público, prostituido δημίην Κύπριν· πόρνην Hsch., Δημίαι πύλαι Puertas Públicas junto a las que solían situarse las mujeres públicas, quizás las puertas del Cerámico Com.Adesp.309.
2 vulgar, tosco neutr. plu. como adv. δήμια λαβράζουσι Nic.Al.160.
II subst. ὁ δ.
1 plu. οἱ δάμιοι ciertos [[magistrados de la ciudad de Drero en Creta]], prob. tesoreros públicos encargados de las finanzas ICr.App.2.4 (Drero VII/VI a.C.).
2 verdugo ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δ. Pl.Lg.872b, cf. R.439e, τῷ δημίῳ παραδοῦναι Lys.13.56, cf. Diph.31.11, Arist.Ath.45.1, Call.Fr.85.2, D.S.14.107, Charito 1.5.5, 4.3.5, AP 11.135, 411 (ambos Lucill.), I.AI 19.42, Plu.Them.22, Art.29, Luc.DMort.24.2, Tyr.8, Iambl.Fr.55, Aesop.216, Artem.3.60, Vett.Val.210.11, A.Al.5A.38, D.C.55.7.2, 58.24.3, Ach.Tat.3.6.4, 7.10.4, 8.8.5, Philostr.VA 1.12, Hld.8.9.10, Erot.Fr.Pap.Tin.14, 15, Plot.3.2.17, OAshm.Shelton 51.3 (VI d.C.), Phot.Bibl.533b.21
•fig. βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δ. aborrecido como verdugo de la patria y los ciudadanos LXX 2Ma.5.8, μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον LXX 2Ma.7.29
•c. juego de palabras ὦ δῆμε, φησί, μᾶλλον δὲ δήμιε Demad.20
•fig. οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ, ἀλλὰ δ. ὁ Χαιρέας irón., por obligar a beber demasiado a los asistentes, Alex.21, ὥσπερ ὑπὸ δημίων στρεβλούμενοι τῶν παθῶν torturados por dolores que son como verdugos Gal.6.312, de ciertos médicos οὐδὲν ἀποδεῖν μοι δοκοῦσι δημίων οἱ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενοι τῶν ἰατρῶν Gal.10.542.
3 servidor público de médicos πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Phoenicid.4.13, οἱ κοινοὶ δήμιοι, οὓς ὑμεῖς καλεῖτε ἰατρούς Diog.Ep.28.7.
III adv. δημίως = popularmente Theognost.Can.p.160.3, Eust.1899.58.
• Diccionario Micénico: da-mi-jo.
German (Pape)
[Seite 562] öffentlich, das Volk, den Staat betreffend, dem Volk angehörend; Gegensatz ἴδιος: Hom. Odyss. 3, 82 πρῆξις δ' ἤδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, das masculin. δήμιος Homerisch anstatt des femin.; 4, 314 τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε, –; δήμιον ἦ ἴδιον; »eine össenriiche oder eine Privatangelegenheit?«; 2, 32 ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; vs. 44 οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' ἀγορεύω, ἀλλ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεὶος; 20, 264 ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν οἶκος ὅδ', ἀλλ' Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος; 8, 259 αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν δήμιοι, οἳ κατ' ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα; Iliad. 17, 250 Ἀργείων ἡγήτορες ήδὲ μέδοντες, οἵ τε παρ' Ἀτρείδῃς δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος λαοἱς, auf öffentliche Kosten trinken. Aeschyl. Sept. 177 ἱερῶν δημίων; Ag. 640 πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τοχεῖν; Suppl. 370. 699 τὸ δήμιον das Gemeinwesen, der Staat. Die Attische Prosa gebraucht anstatt dieses Homerischen δήμιος lieber das bei Homer noch nicht vorkommende, nicht wie δήμιος von δημος, sondern von δημότης abgeleitete, aus δημο'τσιοσ entstandene δημόσιος. Doch blieb ὁ δήμιος die allgemein übliche Benennung für den vom Staate bestellten Scharfrichter: Ar. Eccl. 91; Lys. 13, 56; Plat. Legg. IX, 872 b; Sp. oft. – Plat. Rep. IV, 439 e νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους scheint der Richtplatz gemeint zu sein, ist aber l. d. Eustath. Iliad. 17, 250 p. 1105, 22 sagt Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι ἔκπαλαι μὲν οὐ ψεκτὸν ἦν, ὥσπερ οὐδὲ ὁ δῆμος, οὕτως οὐδὲ ὁ δήμιος οὐδὲ τὸ δήμιον, ὡς δῆλον ἔκ τε τῶν δημιοπράτων, ὧν μέμνηται καὶ ὁ κωμικός, καὶ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δημιοεργῶν. ἐπεὶ δὲ ὕστερον ὁ δήμιος εἰς ἀεικὲς ἀπεκρίθη πρᾶγμα, κολαστῇ γὰρ ἀνδρὶ ἀποκεκλήρωται τοὔνομα, ἤργησε μὲν ἡ χρῆσις τοῦ παλαιοῦ δημίου, ἐκαινίσθη δὲ ἀντ' αὐτοῦ ὁ δημόσιος. Dabei ist zu erinnern, daß Attisch der Scharfrichter auch δημόσιος hieß, s. s. v. δημόσιος. – Das femin. δημίῆ bezeichnete bei den Kypriern nach Hesych. eine öffentliche Hure.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 du peuple, public : δήμιος οἶκος OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire ou festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;
2 choisi ou élu parmi le peuple;
3 qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ δήμιος (δοῦλος) exécuteur public, bourreau.
Étymologie: δῆμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήμιος -α -ον en -ος -ον Dor. δάμιος [δῆμος] het volk betreffend, volks-:; αἰσυμνῆται δὲ κριτοί... δήμιοι officials die door het volk waren gekozen Od. 8.259: δήμια πίνειν op staatskosten drinken Il. 17.250; subst. ὁ δήμιος beul:. ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος de officiële staatsbeul Plat. Lg. 872b; τὸ δήμιον het volk Aeschl. Suppl. 370.
Russian (Dvoretsky)
δήμιος:
I дор. δάμιος 2 и 3 (ᾱ)
1 общенародный, народный, общественный (πρῆξις ἰδίη, οὐ δ. Hom.): δήμια πίνειν Hom. пить на общественный счет; δάμιος μαστίκτωρ Aesch. = δήμιος II;
2 избранный народом, выборный (αἱσυμνῆται Hom.).
II ὁ (sc. δοῦλος) (тж. ὁ κοινὸς δ. Plat.) палач Lys., Arph., Plat., Aeschin.
English (Autenrieth)
2 (δῆμος): pertaining to the community, of the people, public; πρῆξις δ' ἥδ ἰδίη, οὐ δήμιος, Od. 3.82; δήμια πίνουσιν, ‘the public wine’ (cf. γερούσιος οἶνος, Il. 4.259), Il. 17.250.
Greek Monolingual
ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, -ον και δάμιος, -ον και δάμιος, -ία, -ιον)
ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής της θανατικής ποινής
μσν.- νεοελλ.
αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής
νεοελλ.
1. ο φονιάς
2. αυτός που αποφασίζει και μεθοδεύει τον θάνατο άλλων χωρίς να τους εκτελέσει ο ίδιος («ο δήμιος του Άουσβιτς»)
3. ο τυραννικός, ο καταστροφέας («ο δήμιος τών ελευθεριών του λαού», «ο δήμιος τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων»)
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο («πρῆξις ἰδίη οὐ δήμιος» — ενέργεια της ιδιωτικής, όχι της δημόσιας, ζωής)
2. εκείνος που εκλέγεται, αναδεικνύεται από τον δήμο («αἰσυμνῆται δήμιοι» — κριτές εκλεγμένοι από τον δήμο)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ δήμιος
ο γιατρός του δημοσίου για την παρακολούθηση τών απόρων
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δήμιον
το δημόσιο, ο δήμος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) «δήμια πίνειν» — με δαπάνες του δήμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος. Επειδή το επίθ. δήμιος σήμαινε «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» άρα και δήμιος (δούλος) ήταν ο δημόσιος υπάλληλος για εκτελέσεις καταδίκων, σημασία που διατήρησε η λ. μέχρι σήμερα].
Greek Monotonic
δήμιος: -ον και -α, -ον, Δωρ. δάμιος, (δῆμος)·
I. αυτός που ανήκει στο δήμο, δημόσιος, κοινός, σε Ομήρ. Οδ.· αἰσυμνῆται δ., δικαστές εκλεγμένοι από το λαό, στο ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δήμια πίνειν, με δημόσια δαπάνη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ὁ δήμιος (ενν. δοῦλος), δημόσιος εκτελεστής, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
δήμιος: Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, (δῆμος)· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, οἶκος Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ δήμιος, οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ ἴδιον Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ. δημόσιος. ΙΙ. ὁ δήμιος (ἐνν. δοῦλος), ὁ δημόσιος τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος μαστίκτωρ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· ὡσαύτως, ὁ κοινὸς δήμιος Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) δημόσιος ἰατρός, πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. δημόσιος ΙΙ, δημόκοινος.
Middle Liddell
δῆμος
I. belonging to the people, public, Od.; αἰσυμνῆται δ. judges elected by the people, Od.; neut. pl. as adv., δήμια πίνειν at the public cost, Il.
II. ὁ δήμιος (sc. δοῦλος), the public executioner, Plat., etc.
Translations
executioner
Albanian: therës, thikar; Arabic: جَلَّاد; Armenian: դահիճ; Azerbaijani: cəllad; Bashkir: йәлләт; Basque: borrero; Belarusian: кат; Bengali: জল্লাদ; Bulgarian: палач, джелат; Burmese: အာဏာသား; Catalan: botxí, botxina; Chinese Mandarin: 劊子手/刽子手; Czech: kat, popravčí; Danish: bøddel, skarpretter; Dutch: beul; Esperanto: ekzekutisto; Estonian: timukas; Faroese: bøðil; Finnish: teloittaja, pyöveli; French: exécuteur des hautes œuvres, bourreau, exécuteur de la haute justice, maître des hautes œuvres, bourrelle; Galician: buxeu, verdugo; Georgian: ჯალათი; German: Henker, Scharfrichter, Henkerin, Scharfrichterin; Greek: εκτελεστής, δήμιος; Ancient Greek: ἀγχονιστής, ἄγχων, ἄνδραγχος, ἀποκεφαλιστής, δάμιος, δήμιος, δημόκοινος, δημόσιος, ζημιωτής, ζητρός, κυαιστιωνάριος, ποινουργός, πρόδικος, τιμωρός; Hebrew: תַּלְיָן; Hindi: जल्लाद; Hungarian: hóhér; Icelandic: böðull; Indonesian: algojo, jalad; Irish: básadóir, céastúnach; Italian: boia, carnefice; Japanese: 死刑執行人, 処刑人; Kazakh: жазалаушы, жендет; Khmer: ពេជ្ឈឃាដ; Korean: 사형 집행인, 망나니; Kurdish Northern Kurdish: celad; Kyrgyz: желдет; Lao: ເພັດຊະຄາດ; Latgalian: kāts; Latin: carnifex, carnufex; Latvian: bende; Lithuanian: budelis; Luxembourgish: Henker; Macedonian: џелат, главосек, главорез, погубник, палач, бесач; Malay: algojo, pertanda, jalad, pelebaya; Malayalam: ആരാച്ചാർ; Maltese: eżekutur; Maori: kaiwhakamate; Mirandese: algoç; Mongolian: зандалчин; Northern Sami: bievval; Norwegian: bøddel, skarpretter; Ottoman Turkish: جلاد; Pali: vajjhaghātaka; Pashto: جلاد; Persian: دژخیم, جلاد; Polish: kat, oprawca; Portuguese: carrasco, algoz; Romanian: călău, gâde; Romansch: boier, sbir, hentger; Russian: палач, экзекутор, кат; Sanskrit: कालपाशिक, वधकर्माधिकारिन्; Serbo-Croatian Cyrillic: главосек, главосеча, крвник, џелат; Roman: glavosek, glavoseča, krvnik, dželat; Slovak: kat, popravca; Slovene: krvnik, rabelj; Sorbian Upper Sorbian: kat; Spanish: verdugo, carnífice, verduga; Swahili: mchinja, mchinjaji, mnyongaji; Swedish: bödel; Tajik: ҷаллод; Tatar: җәллад; Thai: เพชฌฆาต; Turkish: cellat; Turkmen: jellat; Ukrainian: кат; Urdu: جلاد; Uyghur: جاللات; Uzbek: jallod; Vietnamese: người hành hình, đao phủ; Welsh: dienyddiwr