αγχίμολος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀγχίμολος, -ον (Α)
1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μολεῖν.