ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
ἀγχίμολος, -ον (Α)1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μολεῖν.