αδικομήχανος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:31, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀδικομήχανος, -ον (Α)
αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο- + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)].