δολοπλόκος
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
δολοπλόκον (δολοπλόκα, δολοπλόκον v.l. in Lyr.Adesp.129), weaving wiles, Ἀφροδίτα Sapph.1.2; L.-P., Simon.36.9 P. μῦθος Tryph.264.
Spanish (DGE)
-ον
1 de dioses y héroes urdidor de engaños epít. de Afrodita, Sapph.1.2, Simon.36.9, Thgn.1386, Lyr.Adesp.31, Orph.H.55.3, prob. en Inc.Lesb.42.7, Ibyc.199.2S., de Eros AP 16.212 (Alph.), de Odiseo, Nonn.D.13.110, de Hera, Nonn.D.8.196
•de pers. mentiroso, falso, Cat.Cod.Astr.12.125.23.
2 de palabras, voces, etc. engañoso λόγοι Aesop.306, μῦθος Triph.264, ὕμνος Nonn.D.1.413, φωνή Nonn.D.20.265, Par.Eu.Io.11.49.
German (Pape)
[Seite 655] Listen flechtend, Ränke spinnend, verschlagen; Ἀφροδίτη Sappho 1, 2; p. bei Arist. Eth. 7, 7; Eros, Alph. 3 (Plan. 212); γέρων Tryph. 264.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ourdit, trame des ruses.
Étymologie: δόλος, μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
δολοπλόκος: сплетающий обманы, т. е. лукавый (Ἀφροδίτη Sappho; Κυπρογενής Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλόκος: -ον, δόλους πλέκων, Ἀφροδίτα, Σαπφὼ 1. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 3.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δολοπλόκος, -ον)
αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια.
Greek Monotonic
δολοπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει, εξυφαίνει δόλους, ραδιούργος, σκευωρός, σε Σαπφώ, σε Αριστοφ.