επιζώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(13)
(No difference)

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM ἐπιζῶ, -ήω)
ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν του πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε του συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.)
αρχ.
διαρκώ, παραμένω («τοῡ φθόνου πολὺν χρόνον οὐκ ἐπιζῶντος», Πλούτ.).