τοιοῦτος

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιοῦτος Medium diacritics: τοιοῦτος Low diacritics: τοιούτος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΣ
Transliteration A: toioûtos Transliteration B: toioutos Transliteration C: toioytos Beta Code: toiou=tos

English (LSJ)

αύτη, οῦτο, Att. also
A -οῦτον Th.7.21, Pl.Hp.Ma.281b, etc., which is the Ep. form (v. Od.7.309, 13.330), and seems to prevail in Hdt. (2.5, 150, 3.27, 85, 5.106 (v.l.), 7.103), Gem. (2.20, al.), etc., while we find τοιοῦτο in A.Pr.801, Ag.315, Ar.Ra.1399 cod. Rav., Men.Sam.160, Pk.236, v.l. in Th.7.86: both forms occur in Pap., τοιοῦτον PAmh.2.29.17 (iii B. C.), UPZ146.8,32 (ii B. C.), Phld. Rh.1.249, 2.270 S., Ir.p.33 W.; τοιοῦτο PEnteux.27.8 (iii B. C.), PCair.Zen.379.8, 482.13 (iii B. C.), Phld.Ir.p.42 W., Rh.2.243 S. (citing Metrod.):—Aeol. τέουτος Lyr.Adesp.51 (cod. A Heph.); fem. τεαύτα Sapph. Supp.13.4, Alc.Supp.8.5, 25.10:—a stronger form of τοῖος, bearing the same relation to τοιόσδε as οὗτος to ὅδε, such as this, in Hom. not so common as τοῖος, but in Att. the most common of the three forms; anteced. to οἷος, Od.4.269, Pl.Smp. 199d, etc.; to ὡς, Il.21.428; to ὅς, ὅς, ὅσπερ, S.Ant.691, Th.1.21, Lys.13.1, 30.14, X. Lac.7.5, Pl.R. 349d, etc.; to οἷόσπερ, v.l. in X.Cyr.6.2.2; less freq. to a Conj., as ὥστε, A.Ag.1075, Pl.Smp. 175d: freq. also abs., Pi. O.6.16, Hdt.2.2, etc.; freq. with implications, so good, so noble, so bad, etc., Il.7.242, etc.; τοιοῦτον.. ἐστὶ τὸ.. τέλειον ἄνδρα εἶναι so great a thing is it... Pl.Hp.Ma.281b; τοιοῦτος ὤν being such a wretch, S.Aj.1298, cf. Ph.1049; εἴς τι τοιοῦτον ἐμπίπτειν οὗ.. into such a condition in which... Pl.Grg. 511c; freq. coupled with τοσοῦτος, Th.5.63, X.Cyr.2.4.6, etc.; with οὗτος, Pl.R. 461e, X.Cyr. 8.2.26, etc. (so in the expression οὗτος τοιοῦτος, αὕτη τοιαύτη, just as he (she, it) is, of slaves or animals for sale, POxy.95.19 (ii A. D.), etc.); εἰς σὲ τοιοῦτος ἐγένετο, τ. γίγνου περὶ τοὺς γονεῖς, so disposed towards... X.Cyr.5.2.27, Isoc.1.14: c. dat., τ. ἦσθα τοῖς λόγοισι such in thy words, S.Ph.1271: τ. ἕτερος such another, Hdt.3.47; ἕτερα τοιαῦτα, ἕτερον τοιοῦτον, Id.1.120, 2.5; referring to what precedes, Id.3.82, Pl.Lg.904d; used instead of repeating an Adj., ἀθάνατος εἶναι καὶ στρατιῆς τ. ἄρχειν Hdt.1.207, cf. 3.82, 7.10. έ, Th.3.58: with the Art., οἱ τοιοῦτοι A.Pr.952, Ch.291, S.OC642, Hp.Art.42; τὰ τ. Pi. O.9.40; ὀνόματι ὁ τοιοῦτος ἐμὲ προσαγορεύων Antipho 6.40 cod.A.
2 the sense is made more indef. in τοιοῦτός τις or τις τοιοῦτος such a one, Pi.O.6.16, Th.1.132, etc.; τοιαῦτ' ἄττα Pl.R. 386a; in this case it may freq. be rendered by an Adv., ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο took place in this wise, X.An.5.8.7; ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις Plb.3.45.6.
3 τὸτ. such a proceeding, Th.1.76, etc.; διὰ τὸ τ. for such a reason, Id.7.21; ἐκ τοῦ τ. Id.3.37; ἐν τῷ τ. in such a case, ib.81, etc. (but also ἐν τῷ τ. in such a place, X.Ages.6.7; ἐν τ. τῆς οἰκίας Id.Eq.4.1); also ἐν τ. εἶναι τοῦ κινδύνου to be in such a state of peril, Id.An.1.7.5.
4 in narrative, τοιαῦτα prop. refers to what goes before, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα A.Pr.500; καὶ ταῦτα μὲν τ. S.El. 696, cf. X.An.2.5.12, etc.; cf. τοιόσδε fin.
b after a question, τοιαῦτα affirms like ταῦτα (v. οὗτος c. VII. 1), just so, even so, E.Hec. 776, El.645.
5 τοιαῦτα abs., τἂ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα ships and suchlike, D.8.25.
6 τοιαῦτα as adverb, in such wise, S.OT1327: regul. Adv. τοιούτως only late, EM650.42.—Cf. τοσοῦτος. [τοῐ- freq. in Trag. and Com., e.g. A.Ag.593, Eu.194,197,424, S.OT406, Ar. Ra.1399, etc.; cf. τοιόσδε fin.]

French (Bailly abrégé)

τοιαύτη, τοιοῦτο et τοιοῦτον ; gén. pl. τοιούτων pour les trois genres;
adj. démonstr. : κἀγὼ τοιοῦτός εἰμι ESCHL moi aussi je suis de cet avis ; τοιοῦτον εἶναι XÉN se conduire ou se comporter ainsi, agir de cette façon ; τοιοῦτος ὤν XÉN avec de tels sentiments, avec de telles qualités ; avec le gén. : τοιοῦτον Ἀχαιῶν IL un tel homme parmi les Achéens ; en corrél. avec οἷος : οὔπω τοιοῦτον ἐγὼν ἴδον οἷον OD je n'en ai pas encore vu de tel que ; avec ὅς : λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψει SOPH des paroles telles que tu n'auras pas lieu d'en être charmé ; avec ὥστε : οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε avec l'inf. ESCHL car il n'est pas homme à ; en un sens emphat. si excellent, si puissant, si important ; τοιοῦτον εἶναι εἴς τινα, περί τινα, τινι avoir de tels sentiments à l'égard de qqn ; ταῦτα καὶ τοιαῦτα πολλά XÉN ces choses et beaucoup d'autres semblables ; τοιαῦτα, τὰ τοιαῦτα et autres choses pareilles ; dans les réponses : τοιαῦτα EUR c'est cela ; avec l'article : ὁ τοιοῦτος ATT celui qui est ainsi fait, qui a de tels sentiments ; τὸ τοιοῦτον THC une telle conduite ; διὰ τὸ τοιοῦτον THC pour un tel motif ; οἱ τοιοῦτοι ESCHL de telles gens ; ἐν τῷ τοιούτῳ en un tel lieu, dans de telles circonstances ; ἐν τοῖς τοιούτοις m. sign. ; ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο XÉN voici à peu près comment on jeta les bagages de côté et d'autre ; adv. • τοιαῦτα SOPH de cette manière.
Étymologie: τοῖος, οὗτος.

German (Pape)

τοιαύτη, τοιοῦτο, auch τοιοῦτον, Od. 7.309, 13.330, 16.403 und bei Att. gew., wahrscheinlich auch bei Her. (Bekk. schreibt τοιοῦτο); doch findet sich τοιοῦτο auch bei Aesch. Ag. 315 und Thuc. 7.86; = τοῖος mit verstärkter demonstr. Bdtg, so beschaffen, einsolcher; bei Hom. nicht so häufig wie τοῖος, bei den Att. aber weit gebräuchlicher als τοῖος, auch gebräuchlicher als τοιόσδε; gew. mit dem Nebenbegriffe des Großen, Ausgezeichneten, Vortrefflichen, aber auch umgekehrt mit dem des Kleinen und Geringen, Wolf Dem. Lept. p. 258; mit entsprechendem οἷος, Od. 4.269; Plat. πότερόν ἐστι τοιοῦτος οἷος εἶναί τινος ἔρως ἢ οὐδενός, Symp. 199d; Gorg. 502d; mit entsprechendem ὅσος, Il. 21.428; auch dem ὥστε entsprechend, Plat. Symp. 175d; und ohne diese Beziehung, τοιοῦτόν τι ἔπος, Pind. Ol. 6.16; τὰ τοιαῦτα, 9.40; Tragg. und in Prosa: ταῦτα καὶ τοιαῦτα, Xen. Cyr. 8.2.26, und sonst; εἰ μὴ ταῦτα, ἀλλὰ τοιαῦτα, 5.5.33; ἕτερος τοιοῦτος, ein anderer eben solcher, ganz eben so, Her. 1.257, 3.47; ἕτερον τοιοῦτον und ἕτερα τοιαῦτα 1.120, 191, 2.5, 150; τοιοῦτός τις, solch einer, Plat. Prot. 313c; τοιαῦτ' ἄττα, Symp. 174d; Pol. 3.45.6; aber ὁ τοιοῦτος, τὰ τοιαῦτα, was im Deutschen auch wohl »ein solcher«, »so Etwas« übersetzt werden kann, geht immer auf etwas im Vorigen Bestimmtes, Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται, Aesch. Prom. 954; Ch. 289; ἐν τῷ τοιούτῳ, ὅταν, Plat. Theaet. 167e; πῶς δὴ τὸ τοιοῦτον λέγεις, Phaedr. 261e; ἐν τῷ τοιούτῳ, in solcher Lage, Xen. An. 5.8.20; Pol. und andere Spätere – Τά τοιαῦτα, und dergleichen, in Aufzählungen, Dem. 13.14, öfter. – Nach einer Frage bejaht τοιαῦτα, so ist es, Valcken Eur. Phoen. 420 Seidler El. 640; τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, so ist es nun, Aesch. Prom. 498, und öfter bei Folgdn.
[Die erste Silbe wird von den att. Dichtern zuweilen kurz gebraucht, s. Valcken Phoen. 512 und diatr. p. 109.]

Russian (Dvoretsky)

τοιοῦτος: τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (gen. pl. для всех родов τοιούτων) такой вот, такой именно: τοιοῦτον οὐδέν Dem. ничего такого; οὐ γὰρ τ. ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν Aesch. не таков-то он, чтобы тронуться слезами; οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τ. εἰμ᾽ ἐγώ Soph. если нужен кто-нибудь из таких, то таков именно я; ἐν τῷ τοιούτῳ и ἐν τοῖς τοιούτοις Thuc., Xen. в (при) таких-то обстоятельствах; πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες Thuc. инициаторы этого; τ. τις Pind., Xen. приблизительно такой; ἕτερα τοιαῦτα Her. другое в том же роде, т. е. то же самое; ταῦτα καὶ τοιαῦτα πολλά Xen. такое и многое тому подобное; κἀγὼ τ. εἰμι Aesch. я сам того же мнения; ἦ που χρυσὸν ἠράσθε λαβεῖν; - Τοιαῦτα Eur. не потому-ли, что он хотел завладеть золотом? - Вот именно.

Greek (Liddell-Scott)

τοιοῦτος: -αύτη, οῦτο Ἀττ. ὡσαύτος -οῦτον, ὅπερ εἶναι ὁ Ἐπικ. τύπος (οὔ μοι τοιοῦτον ἐν στήθεσσι φίλον κῆρ Ὀδ. Η. 309., Ν. 330), καὶ φαίνεται ὅτι ἐπικρατεῖ παρ’ Ἡροδ., ἐν ᾧ εὑρίσκομεν τοιοῦτο ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 801, Ἀγ. 315, Ἀριστοφάν. Βατρ. 1399, Πλ. 361, Θουκ. 7. 86· ― ἰσχυρότερος τύπος τοῦ τοῖος, ἔχων τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ τοιόσδε, οἵαν τὸ οὗτος πρὸς τὸ ὅδε, παρ’ Ὁμήρ. ἧττον σύνηθες τοῦ τοῖος, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ συνηθέστατος τῶν τριῶν τύπων· ὡς δεικτικὸν τοῦ οἷος, οἷον ἐν Ὀδ. Δ. 269, Πλάτ. Συμπ. 199D, κλπ.· τοῦ ὅσος, Ἰλ. Φ. 428· τοῦ ὅς, Σοφ. Ἀντ. 691, Θουκ. 1. 21, Ξεν., κλπ.· σπανιώτερον ὡς δεικτικὸν ἡγούμενον συνδέσμου, οἷον τοῦ ὥστε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075, Πλάτ. Συμπ. 175D· ― ὡσαύτως συχν. ἀπολ., Πινδ. Ο. 6. 24, Ἡρόδ., κλπ.· πολλάκις δὲ μετὰ ἐπιτακτικῆς ἐννοίας, τόσον μέγας, τόσον εὐγενής, τόσον κακός, κτλ., Ἰλ. Η. 242, καὶ Ἀττ.· τοιοῦτον... ἐστὶ τό... τέλειον ἄνδρα εἶναι, τόσον μέγα πρᾶγμα εἶναι τὸ νά..., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 281Β· τοιοῦτος ὤν, τόσον ἄθλιος, ἐλεεινός, Σοφοκλ. Αἴ. 1298, πρβλ. Φιλ. 1049· ἐμπίπτειν εἰς τοιοῦτον οὖ..., εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἐν ᾗ..., Πλάτ. Γοργ. 511C· ― μετὰ γενικ., τοιοῦτος Ἀχαιῶν, τοιοῦτος ἀνὴρ μεταξὺ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Ρ. 643· ― συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ τοσοῦτος, Θουκ. 5. 63, Ξεν., κλπ.· μετὰ τοῦ οὗτος, Πλάτ. Πολ. 461Ε, Ξεν., κλπ.· ― τοιοῦτός ἐστι ἢ γίγνεται εἴς ἢ περί τινα, οὕτως εἶναι διατεθειμένος πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 27, Ἰσοκρ. 4D· μετὰ δοτικ., τοιοῦτός τινι, ἔν τινι πράγματι, Σοφ. Φιλ. 1271· ― ἐπιτεταμ., τ. ἕτερος, «ἄλλος τέτοιος», Ἡρόδ. 1, 207., 3. 47· ἄλλους τοσούτους ὁ αὐτ. 7. 50, 2· οὕτως ἐν τῷ οὐδ., ἕτερον τοιοῦτον, ἕτερα τοιαῦτα ὁ αὐτ. 1, 120., 2. 5· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ τοιοῦτοι Αἰσχύλ. Πρ. 962. Χο. 291, Σοφ.· τὰ τ. Πινδ. Ο. 9. 60 ὀνόματι ὁ τοιοῦτος ἐμὲ προσαγορεύων Ἀντιφῶν 146. 8. 2) ἡ ἔννοια γίνεται ἔτι μᾶλλον ἀόριστ. ἐν τῷ τοιοῦτός τις ἤ τις τοιοῦτος, Πινδ. Ο. 6. 25, Θουκ. 1. 132, κλπ.· τοιαῦτ’ ἄττα Πλάτ. Πολ. 386Α· ἐν τοιάυτῃ περιπτώσει πολλάκις δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος, ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο, οὕτω πως ἐγένετο, Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 8, 7· ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις Πολύβ. 3. 45, 6. 3) τοῦ τοιούτου, τοῦ τοιούτου δηλ. νόμου, τῆς τοιαύτης διαγωγῆς, Θουκ. 1, 76 ἐν τῷ τοιούτῳ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὁ αὐτ. 3. 81, κλπ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν τῷ τ., ἐν τοιούτῳ τόπῳ, ἐν τοιαύτῃ θέσει, Ξεν. Ἀγησ. 6, 7· ἐν τ. τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 4, 1)· ὡσαύτως, ἐν τ. εἶναι τοῦ κινδύνου, ἐν τοιαύτῃ καταστάσει, ἐν τοιούτῳ σημείῳ κινδύνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 7, 5. 4) ἐν πεζῇ διηγήσει τὸ τοιαῦτα κυρίως ἀναφέρεται εἰς τὰ προηγούμενα, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα Αἰσχύλ. Πρ. 500· καὶ ταῦτα μὲν τ. Σοφ. Ἠλ. 691, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 12, κλπ.· πρβλ. τοιόσδε ἐν τέλ. ― Προηγουμένης ἐρωτήσεως τὸ τοιαῦτα βεβαιοῖ ὡς τὸ ταῦτα (ἴδε οὗτος VIII), ἀκριβῶς οὕτω, βεβαίως οὕτω, Εὐρ. Ἑκ. 776, Ἠλ. 945. 5) τοιαῦτα, ἀπολ., ὡς τὸ Λατιν. et sic poiro, τὰ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα, πλοῖα καὶ τὰ ὅμοια, Δημ. 96. 10. 6) τοιαῦτα ὡς ἐπίρρ., κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, Σοφ. Ο. Τ. 1327· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. τοιούτως μόνον παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ τοῖς Γραμμ.· διότι ἐν Ἀντιφῶντι 143. 7· ἐπεί τοι οὕτως, εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ― Πρβλ. τοσοῦτος. (τοιοῦτος δὲν εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ τοῖος, οὗτος, ἀλλ’ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τοῖος, ὡς τὸ τοσοῦτος, τηλικοῦτος, τῶν τόσος, τηλίκος· ἴδε οὗτος Γ.) [τοῐ-συχν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, οἷον Αἰσχύλ. Ἀγ. 593, Εὐμ. 194, 197, 424, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1399, κλπ.· πρβλ. τοιόσδε ἐν τέλ.].

English (Autenrieth)

τοιαύτη, τοιοῦτο(ν): of such a kind, such, like τοῖος, but a stronger demonstrative; ‘so excellent,’ Il. 2.372, Il. 16.847; ‘so heinous’ things, Il. 23.494, Od. 22.315.

English (Slater)

τοιοῦτος
   a such (as has been indicated) αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (i. e. such as the Dorians v. 65) (P. 1.67) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (sc. οἷον φθονεροῖς) (N. 8.35) pro subs., μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40) τοὶ μὲν γάρυον τοιαῦτ (P. 4.94) τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος (τοᾰαῦτα metro flagitatur) (P. 8.55)
   b such as follows εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος (O. 6.16) αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.: τοιοῦτόν γ Pauw) (I. 6.42)
   c ἄν]θεα τοια[ύτ ]ὑμνήσιος δρέπῃ (Pae. 12.4)

English (Strong)

(including the other inflections); from τοί and οὗτος; truly this, i.e. of this sort (to denote character or individuality): like, such (an one).

English (Thayer)

τοιαύτη, τοιοῦτο and τοιοῦτον (only this second form of the neuter occurs in the N.T., and twice (but in T WH have τοιοῦτο)) (from τοῖος and οὗτος (others say lengthened from τοῖος or connected with αὐτός; cf. τηλικοῦτος)) (from Homer down), such as this, of this kind or sort;
a. joined to nouns: T WH omit; Tr brackets the clause),Tdf. τούτων); οἷος ... τοιοῦτος: τοιοῦτος ... ὁποῖος, τοιοῦτος ὤν ὡς etc. Lightfoot).
c. used substantively, α. without an article: μηδέν τοιοῦτον, plural, T Tr text WH ταῦτα). β. with the article, ὁ τοιοῦτος one who is of such a character, such a one (Buttmann, § 124,5; Winer's Grammar, 111 (106); Krüger, § 50,4, 6; Kühner, on Xenophon, mem. 1,5, 2; Ellicott on L marginal reading); Hebrews 11:14.

Greek Monolingual

-αύτη, -ο / τοιοῦτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α
(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῦτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτος
κίναιδος, ομοφυλόφιλος
2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»
(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότε
αρχ.
1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῦτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)
β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός
2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)
3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῦτα», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῦτον
α) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)
β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτίαπλέον τι διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)
γ) τέτοια περίπτωση
δ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)
ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῦ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)
5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῦτα
α) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσι
β) κατ' αυτόν τον τρόπο
6. φρ. α) «τοιοῦτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιον
β) «εἰς τοιοῦτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικοῦτος). Ο τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσί)].

Greek Monotonic

τοιοῦτος: -αύτη, -οῦτο (Ιων. -ον), επιτετ. τύπος του τοῖος, δεικτικό του οἷος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· του ὅσος, σε Ομήρ. Ιλ.·
1. απόλ. με επιτακτική έννοια, τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο κακός κ.λπ., στο ίδ., Αττ.· τοιοῦτος ὤν, τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός, σε Σοφ.· με γεν., τοιοῦτος Ἀχαιῶν, τέτοιος άντρας μεταξύ των Αχαιών, προς τον καθένα ξεχωριστά, σε Ξεν. κ.λπ.· επιτετ., τοιοῦτος ἕτερος, άλλος τέτοιος, σε Ηρόδ.· ἄλλους τοσούτους, στον ίδ.· με το άρθρο, οἱ τοιοῦτοι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. η έννοια γίνεται ακόμα πιο αόριστη στο τοιοῦτός τις ή τις τοιοῦτος, ένας τέτοιος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· τοιαῦτ' ἄττα, σε Πλάτ.
3. τοιοῦτον ή τὸ τοιοῦτον, τέτοια ενέργεια, σε Θουκ.· διὰ τὸ τοιοῦτον, γι' αυτή την αιτία, στο ίδ. κ.λπ.
4. στην αφήγηση, το τοιαῦτα κυρίως αναφέρεται στα προηγούμενα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· όταν προηγείται ερώτηση, το τοιαῦτα βεβαιώνει όπως το ταῦτα, ακριβώς έτσι, βεβαίως έτσι, σε Ευρ.
5. τοιαῦτα απόλ., τὰ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα, πλοία και τα άλλα παρόμοια, σε Δημ.
6. τοιαῦτα, ως επίρρ., κατ' αυτόν τον τρόπο, σε Σοφ.

Middle Liddell

[stronger form of τοῖος
1. such as this, anteced. to οἷος, Od., etc.; to ὅσος, Il.: absol., with an intensive sense, so great, so noble, so bad, etc., Il., Attic; τοιοῦτος ὤν being such a wretch, Soph.:—c. gen., τοιοῦτος Ἀχαιῶν such a man among them, Il.:— τοιοῦτός ἐστι or γίγνεται εἴς or περί τινα he is so disposed towards any one, Xen., etc.:—strengthened, τ. ἕτερος just such another, Hdt.; ἄλλους τοιούτους Hdt.: —with the Art., οἱ τοιοῦτοι Aesch., etc.
2. the sense is made more indef. in τοιοῦτός τις or τις τοιοῦτος such a one, Pind., Thuc., etc.; τοιαῦτ' ἄττα Plat.
3. τοιοῦτον or τὸ τ. such a proceeding, Thuc.; διὰ τὸτ. for such a reason, Thuc., etc.
4. in narrative, τοιαῦτα properly refers to what goes before, Aesch., etc.:—after a question, τοιαῦτα affirms like ταῦτα, just so, even so, Eur.
5. τοιαῦτα absol., τὰ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα ships and such-like, Dem.
6. τοιαῦτα as an adv., in such wise, Soph.

Chinese

原文音譯:toioàtoj 胎-哦-語拖士
詞類次數:形容詞 指示代名詞(61)
原文字根:可是-這-同樣
字義溯源:確是這樣,像這樣,這樣的,這樣,這些事,這等人,這樣的人,這樣的事,這一類,這等類,那等人,像,正,也是如何,何等的;由(τοί)*=卻是,其實)與(οὗτος)=這,他自己)組成,其中 (οὗτος)又由()*=這)與(αὐτός)=自己)組成,而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(59);太(3);可(7);路(2);約(3);徒(4);羅(4);林前(10);林後(10);加(3);弗(1);腓(1);帖後(1);提前(1);多(1);門(1);來(5);雅(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 這樣的(17) 太9:8; 可4:33; 可10:14; 約9:16; 徒16:24; 羅16:18; 林前5:1; 林前5:11; 林前7:15; 林前11:16; 林後2:6; 林後3:4; 林後3:12; 加5:23; 加6:1; 來8:1; 來13:16;
2) 這樣(9) 林前16:16; 林前16:18; 林後12:3; 腓2:29; 帖後3:12; 來7:26; 來12:3; 雅4:16; 約叄1:8;
3) 這些事(4) 羅1:32; 羅2:2; 羅2:3; 來11:14;
4) 這等人(4) 林前7:28; 林後2:7; 林後10:11; 多3:11;
5) 這樣的人(3) 路18:16; 約4:23; 約8:5;
6) 這樣的事(3) 可7:8; 可7:13; 路9:9;
7) 像(2) 可9:37; 可13:19;
8) 個人(2) 林後12:2; 林後12:5;
9) 怎樣(2) 林前15:48; 林前15:48;
10) 這等類(1) 弗5:27;
11) 像這⋯的(1) 太18:5;
12) 我這(1) 門1:9;
13) 這些(1) 提前6:5;
14) 那等人(1) 林後11:13;
15) 這樣事(1) 加5:21;
16) 把這樣的(1) 林前5:5;
17) 何等的(1) 可6:2;
18) 正(1) 太19:14;
19) 這一類(1) 徒19:25;
20) 這種(1) 徒22:22;
21) 一樣(1) 徒26:29;
22) 也是如何(1) 林後10:11

English (Woodhouse)

of such a nature, of such a sort, of such kind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

talis (qualis supra dictus est), such (as was mentioned above), 1.15.1, 1.20.1. 1.21.1. 1.22.4, 1.36.4. 1.43.5. 1.45.1. 1.53.3. 1.54.1. 1.71.1, 1.72.1. 1.74.1, 1.78.4. 1.79.1. 1.85.3. 1.87.1, 1.124.3. 1.131.1. 1.139.1. 1.143.3, 1.145.1. 2.5.5, 2.8.6. 2.18.5. 2.20.5. 2.41.5. 2.50.2, 2.51.1. 2.54.1. 2.65.1. 2.74.1. 2.78.4. 2.88.1. 2.90.1. 2.102.6. 3.13.1. 3.15.1. 3.21.4. 3.23.5. 3.38.6, [vulgo commonly τὰ τοιαῦτα] 3.39.2. 3.41.1. 3.49.1. 3.49.4. 3.55.1. 3.58.5. 3.60.1. 3.64.5. 3.68.1. 3.78.4. 3.85.1. 3.97.3. 3.104.4. 3.112.8. 4.12.1. 4.32.5. 4.34.2. 4.41.3. 4.48.5. 4.55.1. 4.65.1. 4.76.6. 4.81.3. 4.83.4, 4.93.1. 4.96.1. 4.106.3. 4.115.1. 4.127.1. 5.11.2. 5.43.1. 5.63.1, 5.69.2, [vulgo commonly ταῦτα] 5.74.1. 5.103.2. 6.15.1. 6.17.6. 6.19.1. 6.21.1. 6.29.2. 6.41.1. 6.59.1. 6.69.1. 6.81.1. 6.88.1. 6.90.1. 6.91.1. 6.97.4. 7.30.4. 7.37.1. 7.47.4. 7.57.11. 7.60.4. 7.68.1. 7.69.1. 7.75.4. 7.78.1, 7.79.6. 7.81.5. 7.86.5. 7.87.2, 8.64.1. 8.73.3. 8.77.1. 8.84.1. 8.85.1. 8.91.3, 8.95.5. 8.104.5.—(qualis mox dicetur, of what sort will soon be told), 4.58.1,
sequente pron. relat. with following relative pronoun 1.41.3, 2.60.5. 4.126.2. 6.11.1. 6.91.4. 7.28.3. 8.2.4, 8.45.2.
cum with ὥστε,3.49.3, 8.66.2,
praecedente artic. with preceding article 1.141.4, 2.47.4, 2.50.2, 2.63.3. 3.42.4, 3.82.6. 3.84.3. 4.18.4. 4.126.6. 5.9.4. 5.105.4. 6.9.2, 6.12.2. 6.16.2, 6.16.5. 6.17.4. 6.36.1. 6.38.4. 8.90.1.
Neutr. sing. neuter singular 1.76.2. 3.30.4, 3.37.4. 3.89.5. Ibid. in the same place 4.47.2. 4.67.4. 4.83.4. 4.96.6. 6.9.2, 6.33.6. 6.60.2. 7.21.4. 7.50.4. 7.86.4, [vulgo commonly τοιοῦτον]. 7.87.2. 8.47.1. 8.51.2. 8.89.3.
in tali rerum statu, in such a state of affairs, 3.81.5, 4.56.1. 7.81.3.
in tali momento, at such a crisis, 7.69.2.