3,278,227
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />question, interrogation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρωτάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />question, interrogation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρωτάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ρώτημα]], το (AM [[ἐρώτημα]]) [[ερωτώ]]<br />[[απορία]] για [[διευκρίνηση]], [[πρόβλημα]] για [[λύση]] («μακρότερος [[λόγος]] ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ [[ἐρώτημα]] ἀποκρίσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόταση]] που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια [[αρχή]] ή [[υπηρεσία]] και με την οποία ζητείται [[απάντηση]] ή [[απόφαση]] [[πάνω]] σε ορισμένο [[θέμα]]<br /><b>2.</b> (για [[σύγγραμμα]]) [[θέμα]] που πραγματεύεται [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «θέλει (και) [[ρώτημα]];» — [[είναι]] τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται [[συζήτηση]]<br />β) «νά ‘χουμε καλό [[ρώτημα]]» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το [[ζήτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[διαλεκτική]]) [[ερώτηση]] που γίνεται με σκοπό να βγάλει [[κάποιος]] [[συμπέρασμα]] από την [[απάντηση]]. | |||
}} | }} |