3,277,649
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑταιρικός]], -ή, -όν) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[εταιρεία]] ή εταίρους, ο [[συνεταιρικός]] («εταιρικό [[κεφάλαιο]]»)<br /><b>2.</b> [[φιλικός]], [[συντροφικός]] («εταιρική [[φιλία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εταιρικό</i> ([[αλλιώς]] [[καταστατικό]])<br />το συστατικό [[έγγραφο]] μιας εταιρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους ιππείς σωματοφύλακες τών Μακεδόνων βασιλέων<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε [[εταίρα]] ή μοιάζει με αυτήν<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἑταιρική</i><br />η φιλική [[συντροφιά]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>τὸ ἑταιρικόν</i><br />α) η [[εταιρεία]]<br />β) [[πολιτικός]] [[σύλλογος]] που ἔχει φατριαστικούς, κομματικούς σκοπούς<br />γ) οι κομματικοί δεσμοί<br />δ) (ενν. [[τέλος]]) [[φόρος]] που καταβάλλεται από τις εταίρες, [[πορνικός]] [[φόρος]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑταιρικά</i><br />α) φατρίες, πολιτικές μερίδες<br />β) θρησκευτικοί θίασοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑταιρικῶς</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />συνεταιρικά<br /><b>αρχ.</b><br />α) [[κατά]] φιλικό τρόπο, συντροφικά («ἑταιρικῶς προσφέρεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[κατά]] τρόπο που αρμόζει σε [[εταίρα]] («ἑταιρικῶς κεκοσμημένοι», Ζήν.). | |||
}} | }} |