Anonymous

ἑταιρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑταιρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑταιρείαν· ἡ ἑταιρική, ἡ [[συντροφία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 5, 3., 8. 12, 1 κ.ἑξ., κ. ἀλλ. 2) τὸ ἑταιρικόν, = [[ἑταιρεία]] 2, Θουκ. 8. 48· ἑτ. συνάγειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 23· τὰ ἑταιρικά, φατρίαι, πολιτικαὶ μερίδες, σύλλογοι, Πλουτ. Λύσανδρ. 5. Δίων Κ. 37, 57· ([[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ colegia τῶν Ρωμαίων, Δίων Κ. 38. 13). β) ὁ δεσμὸς τῆς ἑταιρείας, ὁ δεσμὸς τῆς φατρίας, Θουκ. 3, 82. 2) [[ἵππος]] ἑταιρική, [[σῶμα]] ἱππέων σωματοφυλάκων τῶν Μακεδόνων βασιλέων, Πολύβ 16. 18, 7· πρβλ. [[ἑταῖρος]] Ι. 6. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς ἑταίραν, [[πορνικός]], -κή, γυνὴ Πλούτ. 2. 140C κτλ.· τὸ ἑτ., ἡ [[συνήθεια]] τῶν ἑταιρῶν, Ἀλκίφρων 2. 1· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20, Πλουτ. Πομπ. 2.
|lstext='''ἑταιρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἑταιρείαν· ἡ ἑταιρική, ἡ [[συντροφία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 5, 3., 8. 12, 1 κ.ἑξ., κ. ἀλλ. 2) τὸ ἑταιρικόν, = [[ἑταιρεία]] 2, Θουκ. 8. 48· ἑτ. συνάγειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 23· τὰ ἑταιρικά, φατρίαι, πολιτικαὶ μερίδες, σύλλογοι, Πλουτ. Λύσανδρ. 5. Δίων Κ. 37, 57· ([[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ colegia τῶν Ρωμαίων, Δίων Κ. 38. 13). β) ὁ δεσμὸς τῆς ἑταιρείας, ὁ δεσμὸς τῆς φατρίας, Θουκ. 3, 82. 2) [[ἵππος]] ἑταιρική, [[σῶμα]] ἱππέων σωματοφυλάκων τῶν Μακεδόνων βασιλέων, Πολύβ 16. 18, 7· πρβλ. [[ἑταῖρος]] Ι. 6. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς ἑταίραν, [[πορνικός]], -κή, γυνὴ Πλούτ. 2. 140C κτλ.· τὸ ἑτ., ἡ [[συνήθεια]] τῶν ἑταιρῶν, Ἀλκίφρων 2. 1· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20, Πλουτ. Πομπ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne une association, une corporation ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ ἑταιρικόν THC adhérents d’un parti politique ; association sous la foi d’un serment, association de conjurés;<br /><b>2</b> τὰ ἑταιρικά partis politiques, factions;<br /><b>II.</b> semblable à une courtisane.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
}}