εὔζωστος: Difference between revisions

15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) εὐκόλως ζωννύμενος, [[κατάλληλος]] πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, [[ἔνθα]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».
|lstext='''εὔζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) εὐκόλως ζωννύμενος, [[κατάλληλος]] πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, [[ἔνθα]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔζωστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />ζωσμένος, [[έτοιμος]] για τον αγώνα, [[δραστήριος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζώνεται εύκολα ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζώσιμο]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) καλά ζωσμένη, κομψή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ζώννυμι]])].
}}
}}