εὔζωστος
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
εὔζωστον, (ζώννυμαι) easily girt, convenient for girding, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14; Glossaria on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.
German (Pape)
[Seite 1066] = εὔζωνος, Erklärung Schol. Il. 1, 429.
Greek (Liddell-Scott)
εὔζωστος: -ον, (ζώννυμι) εὐκόλως ζωννύμενος, κατάλληλος πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑαυτοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, ἔνθα μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».
Greek Monolingual
εὔζωστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος
1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο
2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].