ακατάστρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάστρεπτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) καταστρέφω
αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.