ακατάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάστρεπτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) καταστρέφω
αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.