παραίτιος
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
παραίτιον, also α, ον A.Ch.910, Plb.5.88.3, Onos.1.8, A.D. Pron.43.9:—
A being in part the cause, ἡ Μοῖρα τούτων π. shared the blame, A. l.c.; τὸ κακὸν ἀγαθοῦ γίγνεται π. E.Fr.174.3; ἀγαθῶν π. Decr. ap. D.18.92; later, practically, = αἴτιος, Supp.Epigr.3.468.4 (Thess., i B. C.), Ph.2.92, al., Ocell.4.14; τῶν αἰσχρῶν τὸ θεῖον [οὔκ ἐστι] π. Chrysipp.Stoic.2.326.
2 in bad sense, accessory to a crime, τῶν δ' ἐγὼ π. A.Fr.44.7; π. τοῦ φόνου Paus.4.3.8; π. τινί τινος Plb.18.41.3, cf. Michel56.14, 1015.15 (both Teos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 480] ον, auch 3 Endg., mitschuldig, im guten Sinne mitbewirkend, Mitursache, τινός, Aesch. Ch. 897; Pol. 18, 24, 4 u. öfter, u. a. Sp., wie D. Sic. 18, 66.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui est en partie cause ou auteur de, τινος ; complice de, τινος.
Étymologie: παρά, αἰτία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αίτιος -ον, f. ook -α [παρά, αἰτία] medeschuldig, medeplichtig, met gen. aan:. ἡ Μοῖρα τούτων... παραιτία het Noodlot (is) daaraan medeschuldig Aeschl. Ch. 910; π. παρανομημάτων τηλικούτων medeplichtig aan zulke grote schendingen van het recht Plut. Ages. 26.1.
Russian (Dvoretsky)
παραίτιος: и 2 сопричастный, сопричинный (το κακὸν ἀγαθοῦ παραίτιον Eur.; παρανομημάτων τηλικούτων Plut.): ἡ μοῖρα τούτων παραιτία (sc. ἦν) Aesch. в этом повинна и судьба.
Greek (Liddell-Scott)
παραίτιος: -ον, καὶ α, ον, Αἰσχύλ. Χο. 910, Πολύβ. 5. 88, 3, κτλ.· - ὁ ὢν ἐν μέρει αἴτιός τινος, τὸ κακὸν ἀγαθοῦ γίγνεται π. Εὐρ. Ἀποσπ. 174· ἀγαθῶν παρ. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 256. 28. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, συνεργὸς ἐγκλήματος, τῶν δ’ ἐγὼ π. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· π. τοῦ φόνου Παυσ. 4. 3, 8· π. τινί τινος Πολύβ. 18. 24, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3048. 14, 3067. 15.
Greek Monolingual
-α, -ο / παραίτιος, -ον, Α θηλ. και -ία, ΝΜΑ
ο αίτιος, ο υπεύθυνος για κάτι εν μέρει ή απόλυτα, υπαίτιος
αρχ.
συνεργός εγκλήματος, συνένοχος («ἐτιμωρήσατο δὲ καὶ ὅσοι τοῦ φόνου παραίτιοι καθεστήκεσαν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αἴτιος.
Greek Monotonic
παραίτιος: -ον και -α, -ον, αυτός που ευθύνεται εν μέρει για κάτι, με συμμετοχική ευθύνη, με γεν., παρά Δημ.
Middle Liddell
being in part the cause of a thing, c. gen., ap. Dem.