ζώγρημα: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6_22)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώγρημα''': τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).
|lstext='''ζώγρημα''': τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ζώγρημα]], το (AM) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> [[θήραμα]], ζώο που πιάστηκε ζωντανό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[λεία]], [[θύμα]] («[[ζώγρημα]] τοῡ διαβόλου»).
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).

Greek Monolingual

ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμαζώγρημα τοῡ διαβόλου»).