θήραμα

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρᾱμα Medium diacritics: θήραμα Low diacritics: θήραμα Capitals: ΘΗΡΑΜΑ
Transliteration A: thḗrama Transliteration B: thērama Transliteration C: thirama Beta Code: qh/rama

English (LSJ)

-ατος, τό, —θηράω) prey, spoil, E.Ba.869 (lyr., s.v.l.), Hel. 192 (lyr.), AP6.105 (pl., Apollonid.), Plu.Luc.17: metaph., ἀρετὰ... θ. κάλλιστον βίῳ Arist.Fr.675.

German (Pape)

[Seite 1208] τό, das Erjagte, die Jagdbeute, Eur. Bacch. 867 u. öfter; auch Sp., θηράμασι πλησθέντα δίκτυα Apollds. 7 (VI, 105); in Prosa, Plut. Lucull. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 butin de chasse;
2 appât, amorce.
Étymologie: θηράω.

Russian (Dvoretsky)

θήρᾱμα: ион. θήρημα, ατος τό
1 погоня, охота (φοβερὸν θ. φυγεῖν Eur.);
2 охотничья добыча, улов (πλησθέντα θηράμασι δίκτυα Anth.);
3 добыча, трофеи (θ. βαρβάρου πλάτας, sc. Ἑλλανίδες κόραι Eur.; διωκόμενον ἐκ μακροῦ θ. Plut.);
4 предмет желаний, цель (παιδός Eur.; ἀρετά, θ. κάλλιστον βίῳ Arst. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

θήρᾱμα: τό, (θηράω) τὸ συλλαμβανόμενον, ἄγρα, λεία, Εὐρ. Βάκχ. 869, Ἑλ. 192, Ἀνθ. Π. 6. 105, Πλούτ. ἐν Λουκούλ. 17· μεταφ., ἀρετὰ …, θ. κάλλιστον βίῳ Ἀριστ. Σκολ. (Ἀποσπ. 625).

Greek Monolingual

το (ΑΜ θήραμα) θηρώ
1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία
2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ.
β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

θήρᾱμα: -ατος, τό (θηράω), αυτό το οποίο θηρεύεται ή πιάνεται, λεία, κυνήγι, θήραμα, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θήρᾱμα, ατος, τό, θηράω
that which is caught, prey, spoil, booty, Eur., Anth.

English (Woodhouse)

booty, prey, quarry, thing caught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)