ἐμμεσιτεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(6_23) |
(11) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμεσῑτεύω''': κατορθῶ τι διὰ μεσιτείας, Κλήμ. Ἀλ. 862. | |lstext='''ἐμμεσῑτεύω''': κατορθῶ τι διὰ μεσιτείας, Κλήμ. Ἀλ. 862. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[interponer]], [[procurar]] πρὸς τὸ θεῖον συνάφειαν ... ἐμμεσιτεύει Clem.Al.<i>Strom</i>.7.9.52. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμμεσιτεύω]] (Α)<br />[[κατορθώνω]] [[κάτι]] με [[μεσολάβηση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:35, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 808] vermitteln, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμεσῑτεύω: κατορθῶ τι διὰ μεσιτείας, Κλήμ. Ἀλ. 862.
Spanish (DGE)
interponer, procurar πρὸς τὸ θεῖον συνάφειαν ... ἐμμεσιτεύει Clem.Al.Strom.7.9.52.
Greek Monolingual
ἐμμεσιτεύω (Α)
κατορθώνω κάτι με μεσολάβηση.