θρομβίνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
χημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβ-ος) + -in].