ἰουλίζω: Difference between revisions

17
(6_13a)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰουλίζω''': μέλλ. ίσω, [[χνοάζω]], ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».
|lstext='''ἰουλίζω''': μέλλ. ίσω, [[χνοάζω]], ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰουλίζω]] (Α) [[ίουλος]]<br />[[αποκτώ]] ίουλο, [[αρχίζω]] να [[βγάζω]] [[γένι]].
}}
}}