ἰουλίζω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[ῐ], become downy or hairy, Tryph.53, cf.Phot.
German (Pape)
[Seite 1256] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλίζω: μέλλ. ίσω, χνοάζω, ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ λέξις ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».