ἰουλίζω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰουλίζω Medium diacritics: ἰουλίζω Low diacritics: ιουλίζω Capitals: ΙΟΥΛΙΖΩ
Transliteration A: ioulízō Transliteration B: ioulizō Transliteration C: ioulizo Beta Code: i)ouli/zw

English (LSJ)

[ῐ], become downy or hairy, Tryph.53, cf.Phot.

German (Pape)

[Seite 1256] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλίζω: μέλλ. ίσω, χνοάζω, ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ λέξις ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».

Greek Monolingual

ἰουλίζω (Α) ίουλος
αποκτώ ίουλο, αρχίζω να βγάζω γένι.