ἱμερτός: Difference between revisions

17
(SL_1)
(17)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῑμερτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[delightful]] ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) [[Ζεὺς]] πατὴρ ἤλυθεν ἐς [[λέχος]] ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) [[δόξαν]] ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)
|sltr=<b>ῑμερτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[delightful]] ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) [[Ζεὺς]] πατὴρ ἤλυθεν ἐς [[λέχος]] ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) [[δόξαν]] ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμερτός]], -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])<br /><b>1.</b> [[αγαπητός]], [[ποθητός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμερτόν</i><br />η ερωτική [[επιθυμία]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Ιμερτός</i><br />επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή.
}}
}}