ἱμερτός

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερτός Medium diacritics: ἱμερτός Low diacritics: ιμερτός Capitals: ΙΜΕΡΤΟΣ
Transliteration A: himertós Transliteration B: himertos Transliteration C: imertos Beta Code: i(merto/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν, (ἱμείρω) longed for, desired, lovely, Τιταρήσιος Il. 2.751; ὕδατα A.R.2.939; Σαλαμίς Sol.1.1; κίθαρις h.Merc.510; στέφανοι Hes.Th.577; κόμα Sapph.119; λέχος Pi.P.3.99; ἀοιδαί, δόξα, Id.O.6.7,P.9.75; ἱ. ἡλικίη dear life, Simon.115; of persons, AP5.297 (Jul.); epithet of Apollo and Dionysus, ib.9.524.10,525.10.—Poet. and later Prose, as Epicur.Fr.165, Luc.DDeor.20.15: ἱμερτόν, τό, Plu.2.926f; ἐφ' ἱμερτοῖσιν prob. from a poet, ib.394b.

German (Pape)

[Seite 1253] adj. verb. zu ἱμείρω, ersehnt, erwünscht, wonach man sich sehnt, also lieblich, anmutig; der Fluß Titaresius Il. 2, 751; στέφανοι Hes. Th. 577; λέχος Pind. P. 3, 99; δόξαι 11, 78; ἀοιδαί Ol. 6, 7; sp. D., ὕδατα Ap. Rh. 2, 939. Auch Bacchus u. Apollo heißen so, Anth. IX, 524 u. 525, 10. Selten in Prosa, τὸ ἱμερτόν Plut. fac. orb. lun. 12; Epic. D. L. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désirable, souhaitable, aimable, charmant.
Étymologie: adj. verb. de ἱμείρω.

English (Slater)

ῑμερτός delightful ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)

Greek Monolingual

ἱμερτός, -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])
1. αγαπητός, ποθητός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν
η ερωτική επιθυμία
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός
επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου
4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή.

Greek Monotonic

ἱμερτός: [ῑ], -ή, -όν (ἱμείρω), επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμερτός: [adj. verb. к ἱμείρω желанный, прелестный, очаровательный (Τιταρήσιος Hom.; κίθαρις HH; στέφανοι Hes.; ἀοιδαί Pind.; Σαλαμίς Solon ap. Plut.; εἴσοδός τινος Epicur. ap. Diog. L.).

Middle Liddell

ἱ¯μερτός, ή, όν ἱμείρω
longed for, lovely, Il., Hes.

Translations

lovely

Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd