ισήγορος: Difference between revisions
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
(18) |
(No difference)
|
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
(18) |
(No difference)
|
ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].