ηλιοφώτιστος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(16) |
(No difference)
|
Revision as of 06:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο-φώτιστος, ολο-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].